schlagen
 Verb

δέρνω Verb
(5)
χτυπώ Verb
(3)
κρούω Verb
(2)
κτυπώ Verb
(1)
νικώ Verb
(0)
βαρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
(LT) Frau Präsidentin! Wie der Berichterstatter schließe auch ich mich denen an, die laut Alarm schlagen.(LT) Κυρία Πρόεδρε, όπως και ο εισηγητής, έτσι και εγώ κρούω τον κώδωνα του κινδύνου.

Übersetzung bestätigt

Jetzt wissen Sie, was ich weiß, das mich dazu bewegt, Alarm zu schlagen.Τώρα γνωρίζετε αυτό που γνωρίζω, αυτό που με κάνει να κρούω τον κώδωνα του κινδύνου.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέρνωδέρνουμε, δέρνομεδέρνομαιδερνόμαστε
δέρνειςδέρνετεδέρνεσαιδέρνεστε, δερνόσαστε
δέρνειδέρνουν(ε)δέρνεταιδέρνονται
Imper
fekt
έδερναδέρναμεδερνόμουν(α)δερνόμαστε, δερνόμασταν
έδερνεςδέρνατεδερνόσουν(α)δερνόσαστε, δερνόσασταν
έδερνεέδερναν, δέρναν(ε)δερνόταν(ε)δέρνονταν, δερνόντανε, δερνόντουσαν
Aoristέδειραδείραμεδάρθηκαδαρθήκαμε
έδειρεςδείρατεδάρθηκεςδαρθήκατε
έδειρεέδειραν, δείραν(ε)δάρθηκεδάρθηκαν, δαρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείρει
έχω δαρμένο
έχουμε δείρει
έχουμε δαρμένο
έχω δαρθεί
είμαι δαρμένος, -η
έχουμε δαρθεί
είμαστε δαρμένοι, -ες
έχεις δείρει
έχεις δαρμένο
έχετε δείρει
έχετε δαρμένο
έχεις δαρθεί
είσαι δαρμένος, -η
έχετε δαρθεί
είστε δαρμένοι, -ες
έχει δείρει
έχει δαρμένο
έχουν δείρει
έχουν δαρμένο
έχει δαρθεί
είναι δαρμένος, -η, -ο
έχουν δαρθεί
είναι δαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείρει
είχα δαρμένο
είχαμε δείρει
είχαμε δαρμένο
είχα δαρθεί
ήμουν δαρμένος, -η
είχαμε δαρθεί
ήμαστε δαρμένοι, -ες
είχες δείρει
είχες δαρμένο
είχατε δείρει
είχατε δαρμένο
είχες δαρθεί
ήσουν δαρμένος, -η
είχατε δαρθεί
ήσαστε δαρμένοι, -ες
είχε δείρει
είχε δαρμένο
είχαν δείρει
είχαν δαρμένο
είχε δαρθεί
ήταν δαρμένος, -η, -ο
είχαν δαρθεί
ήταν δαρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέρνωθα δέρνουμε, θα δέρνομεθα δέρνομαιθα δερνόμαστε
θα δέρνειςθα δέρνετεθα δέρνεσαιθα δέρνεστε, θα δερνόσαστε
θα δέρνειθα δέρνουν(ε)θα δέρνεταιθα δέρνονται
Fut
ur
θα δείρωθα δείρουμε, θα δείρομεθα δαρθώθα δαρθούμε
θα δείρειςθα δείρετεθα δαρθείςθα δαρθείτε
θα δείρειθα δείρουν(ε)θα δαρθείθα δαρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείρει
θα έχω δαρμένο
θα έχουμε δείρει
θα έχουμε δαρμένο
θα έχω δαρθεί
θα είμαι δαρμένος, -η
θα έχουμε δαρθεί
θα είμαστε δαρμένοι, -ες
θα έχεις δείρει
θα έχεις δαρμένο
θα έχετε δείρει
θα έχετε δαρμένο
θα έχεις δαρθεί
θα είσαι δαρμένος, -η
θα έχετε δαρθεί
θα είστε δαρμένοι, -ες
θα έχει δείρει
θα έχει δαρμένο
θα έχουν δείρει
θα έχουν δαρμένο
θα έχει δαρθεί
θα είναι δαρμένος, -η, -ο
θα έχουν δαρθεί
θα είναι δαρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέρνωνα δέρνουμε, να δέρνομενα δέρνομαινα δερνόμαστε
να δέρνειςνα δέρνετενα δέρνεσαινα δέρνεστε, να δερνόσαστε
να δέρνεινα δέρνουν(ε)να δέρνεταινα δέρνονται
Aoristνα δείρωνα δείρουμε, να δείρομενα δαρθώνα δαρθούμε
να δείρειςνα δείρετενα δαρθείςνα δαρθείτε
να δείρεινα δείρουν(ε)να δαρθείνα δαρθούν(ε)
Perfνα έχω δείρει
να έχω δαρμένο
να έχουμε δείρει
να έχουμε δαρμένο
να έχω δαρθεί
να είμαι δαρμένος, -η
να έχουμε δαρθεί
να είμαστε δαρμένοι, -ες
να έχεις δείρει
να έχεις δαρμένο
να έχετε δείρει
να έχετε δαρμένο
να έχεις δαρθεί
να είσαι δαρμένος, -η
να έχετε δαρθεί
να είστε δαρμένοι, -ες
να έχει δείρει
να έχει δαρμένο
να έχουν δείρει
να έχουν δαρμένο
να έχει δαρθεί
να είναι δαρμένος, -η, -ο
να έχουν δαρθεί
να είναι δαρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδέρνεδέρνετεδέρνεστε
Aoristδείρεδείρετε, δείρτεδάρσουδαρθείτε
Part
izip
Presδέρνοντας
Perfέχοντας δείρει, έχοντας δαρμένοδαρμένος, -η, -οδαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείρειδαρθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χτυπάω, χτυπώχτυπάμε, χτυπούμεχτυπιέμαιχτυπιόμαστε
χτυπάςχτυπάτεχτυπιέσαιχτυπιέστε, χτυπιόσαστε
χτυπάει, χτυπάχτυπάν(ε), χτυπούν(ε)χτυπιέταιχτυπιούνται, χτυπιόνται
Imper
fekt
χτυπούσα, χτύπαγαχτυπούσαμε, χτυπάγαμεχτυπιόμουν(α)χτυπιόμαστε, χτυπιόμασταν
χτυπούσες, χτύπαγεςχτυπούσατε, χτυπάγατεχτυπιόσουν(α)χτυπιόσαστε, χτυπιόσασταν
χτυπούσε, χτύπαγεχτυπούσαν(ε), χτύπαγαν, χτυπάγανεχτυπιόταν(ε)χτυπιόνταν(ε), χτυπιούνταν, χτυπιόντουσαν
Aoristχτύπησαχτυπήσαμεχτυπήθηκαχτυπηθήκαμε
χτύπησεςχτυπήσατεχτυπήθηκεςχτυπηθήκατε
χτύπησεχτύπησαν, χτυπήσαν(ε)χτυπήθηκεχτυπήθηκαν, χτυπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω χτυπήσει
έχω χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει
έχουμε χτυπημένο
έχω χτυπηθεί
είμαι χτυπημένος, -η
έχουμε χτυπηθεί
είμαστε χτυπημένοι, -ες
έχεις χτυπήσει
έχεις χτυπημένο
έχετε χτυπήσει
έχετε χτυπημένο
έχεις χτυπηθεί
είσαι χτυπημένος, -η
έχετε χτυπηθεί
είστε χτυπημένοι, -ες
έχει χτυπήσει
έχει χτυπημένο
έχουν χτυπήσει
έχουν χτυπημένο
έχει χτυπηθεί
είναι χτυπημένος, -η, -ο
έχουν χτυπηθεί
είναι χτυπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα χτυπήσει
είχα χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει
είχαμε χτυπημένο
είχα χτυπηθεί
ήμουν χτυπημένος, -η
είχαμε χτυπηθεί
ήμαστε χτυπημένοι, -ες
είχες χτυπήσει
είχες χτυπημένο
είχατε χτυπήσει
είχατε χτυπημένο
είχες χτυπηθεί
ήσουν χτυπημένος, -η
είχατε χτυπηθεί
ήσαστε χτυπημένοι, -ες
είχε χτυπήσει
είχε χτυπημένο
είχαν χτυπήσει
είχαν χτυπημένο
είχε χτυπηθεί
ήταν χτυπημένος, -η, -ο
είχαν χτυπηθεί
ήταν χτυπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χτυπάω, θα χτυπώθα χτυπάμε, θα χτυπούμεθα χτυπιέμαιθα χτυπιόμαστε
θα χτυπάςθα χτυπάτεθα χτυπιέσαιθα χτυπιέστε, θα χτυπιόσαστε
θα χτυπάει, θα χτυπάθα χτυπάν(ε), θα χτυπούν(ε)θα χτυπιέταιθα χτυπιούνται, θα χτυπιόνται
Fut
ur
θα χτυπήσωθα χτυπήσουμε, θα χτυπήσομεθα χτυπηθώθα χτυπηθούμε
θα χτυπήσειςθα χτυπήσετεθα χτυπηθείςθα χτυπηθείτε
θα χτυπήσειθα χτυπήσουν(ε)θα χτυπηθείθα χτυπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χτυπήσει
θα έχω χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχουμε χτυπημένο
θα έχω χτυπηθεί
θα είμαι χτυπημένος, -η
θα έχουμε χτυπηθεί
θα είμαστε χτυπημένοι, -ες
θα έχεις χτυπήσει
θα έχεις χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει
θα έχετε χτυπημένο
θα έχεις χτυπηθεί
θα είσαι χτυπημένος, -η
θα έχετε χτυπηθεί
θα είστε χτυπημένοι, -ες
θα έχει χτυπήσει
θα έχει χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει
θα έχουν χτυπημένο
θα έχει χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένος, -η, -ο
θα έχουν χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χτυπάω, να χτυπώνα χτυπάμε, να χτυπούμενα χτυπιέμαινα χτυπιόμαστε
να χτυπάςνα χτυπάτενα χτυπιέσαινα χτυπιέστε, να χτυπιόσαστε
να χτυπάει, να χτυπάνα χτυπάν(ε), να χτυπούν(ε)να χτυπιέταινα χτυπιούνται, να χτυπιόνται
Aoristνα χτυπήσωνα χτυπήσουμε, να χτυπήσομενα χτυπηθώνα χτυπηθούμε
να χτυπήσειςνα χτυπήσετενα χτυπηθείςνα χτυπηθείτε
να χτυπήσεινα χτυπήσουν(ε)να χτυπηθείνα χτυπηθούν(ε)
Perfνα έχω χτυπήσει
να έχω χτυπημένο
να έχουμε χτυπήσει
να έχουμε χτυπημένο
να έχω χτυπηθεί
να είμαι χτυπημένος, -η
να έχουμε χτυπηθεί
να είμαστε χτυπημένοι, -ες
να έχεις χτυπήσει
να έχεις χτυπημένο
να έχετε χτυπήσει
να έχετε χτυπημένο
να έχεις χτυπηθεί
να είσαι χτυπημένος, -η
να έχετε χτυπηθεί
να είστε χτυπημένοι, -η
να έχει χτυπήσει
να έχει χτυπημένο
να έχουν χτυπήσει
να έχουν χτυπημένο
να έχει χτυπηθεί
να είναι χτυπημένος, -η, -ο
να έχουν χτυπηθεί
να είναι χτυπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχτύπα, χτύπαγεχτυπάτεχτυπιέστε
Aoristχτύπησε, χτύπαχτυπήστεχτυπήσουχτυπηθείτε
Part
izip
Presχτυπώντας
Perfέχοντας χτυπήσει, έχοντας χτυπημένοχτυπημένος, -η, -οχτυπημένοι, -ες, -α
InfinAoristχτυπήσειχτυπηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νικάω, νικώνικάμε, νικούμενικιέμαινικιόμαστε
νικάςνικάτενικιέσαινικιέστε, νικιόσαστε
νικάει, νικάνικάν(ε), νικούν(ε)νικιέταινικιούνται, νικιόνται
Imper
fekt
νικούσα, νίκαγανικούσαμε, νικάγαμενικιόμουν(α)νικιόμαστε, νικιόμασταν
νικούσες, νίκαγεςνικούσατε, νικάγατενικιόσουν(α)νικιόσαστε, νικιόσασταν
νικούσε, νίκαγενικούσαν(ε), νίκαγαν, νικάγανενικιόταν(ε)νικιόνταν(ε), νικιούνταν, νικιόντουσαν
Aoristνίκησανικήσαμενικήθηκανικηθήκαμε
νίκησεςνικήσατενικήθηκεςνικηθήκατε
νίκησενίκησαν, νικήσαν(ε)νικήθηκενικήθηκαν, νικηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω νικήσει
έχω νικημένο
έχουμε νικήσει
έχουμε νικημένο
έχω νικηθεί
είμαι νικημένος, -η
έχουμε νικηθεί
είμαστε νικημένοι, -ες
έχεις νικήσει
έχεις νικημένο
έχετε νικήσει
έχετε νικημένο
έχεις νικηθεί
είσαι νικημένος, -η
έχετε νικηθεί
είστε νικημένοι, -ες
έχει νικήσει
έχει νικημένο
έχουν νικήσει
έχουν νικημένο
έχει νικηθεί
είναι νικημένος, -η, -ο
έχουν νικηθεί
είναι νικημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα νικήσει
είχα νικημένο
είχαμε νικήσει
είχαμε νικημένο
είχα νικηθεί
ήμουν νικημένος, -η
είχαμε νικηθεί
ήμαστε νικημένοι, -ες
είχες νικήσει
είχες νικημένο
είχατε νικήσει
είχατε νικημένο
είχες νικηθεί
ήσουν νικημένος, -η
είχατε νικηθεί
ήσαστε νικημένοι, -ες
είχε νικήσει
είχε νικημένο
είχαν νικήσει
είχαν νικημένο
είχε νικηθεί
ήταν νικημένος, -η, -ο
είχαν νικηθεί
ήταν νικημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νικάω, θα νικώθα νικάμε, θα νικούμεθα νικιέμαιθα νικιόμαστε
θα νικάςθα νικάτεθα νικιέσαιθα νικιέστε, θα νικιόσαστε
θα νικάει, θα νικάθα νικάν(ε), θα νικούν(ε)θα νικιέταιθα νικιούνται, θα νικιόνται
Fut
ur
θα νικήσωθα νικήσουμε, θα νικήσομεθα νικηθώθα νικηθούμε
θα νικήσειςθα νικήσετεθα νικηθείςθα νικηθείτε
θα νικήσειθα νικήσουν(ε)θα νικηθείθα νικηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νικήσει
θα έχω νικημένο
θα έχουμε νικήσει
θα έχουμε νικημένο
θα έχω νικηθεί
θα είμαι νικημένος, -η
θα έχουμε νικηθεί
θα είμαστε νικημένοι, -ες
θα έχεις νικήσει
θα έχεις νικημένο
θα έχετε νικήσει
θα έχετε νικημένο
θα έχεις νικηθεί
θα είσαι νικημένος, -η
θα έχετε νικηθεί
θα είστε νικημένοι, -ες
θα έχει νικήσει
θα έχει νικημένο
θα έχουν νικήσει
θα έχουν νικημένο
θα έχει νικηθεί
θα είναι νικημένος, -η, -ο
θα έχουν νικηθεί
θα είναι νικημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νικάω, να νικώνα νικάμε, να νικούμενα νικιέμαινα νικιόμαστε
να νικάςνα νικάτενα νικιέσαινα νικιέστε, να νικιόσαστε
να νικάει, να νικάνα νικάν(ε), να νικούν(ε)να νικιέταινα νικιούνται, να νικιόνται
Aoristνα νικήσωνα νικήσουμε, να νικήσομενα νικηθώνα νικηθούμε
να νικήσειςνα νικήσετενα νικηθείςνα νικηθείτε
να νικήσεινα νικήσουν(ε)να νικηθείνα νικηθούν(ε)
Perfνα έχω νικήσει
να έχω νικημένο
να έχουμε νικήσει
να έχουμε νικημένο
να έχω νικηθεί
να είμαι νικημένος, -η
να έχουμε νικηθεί
να είμαστε νικημένοι, -ες
να έχεις νικήσει
να έχεις νικημένο
να έχετε νικήσει
να έχετε νικημένο
να έχεις νικηθεί
να είσαι νικημένος, -η
να έχετε νικηθεί
να είστε νικημένοι, -η
να έχει νικήσει
να έχει νικημένο
να έχουν νικήσει
να έχουν νικημένο
να έχει νικηθεί
να είναι νικημένος, -η, -ο
να έχουν νικηθεί
να είναι νικημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presνίκα, νίκαγενικάτενικιέστε
Aoristνίκησε, νίκανικήστενικήσουνικηθείτε
Part
izip
Presνικώντας
Perfέχοντας νικήσει, έχοντας νικημένονικημένος, -η, -ονικημένοι, -ες, -α
InfinAoristνικήσεινικηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback