δέρνω Verb  [derno, therno, dernw]

  Verb
(5)
  Verb
(2)
verhauen (ugs.)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
vermöbeln (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu δέρνω

δέρνω altgriechisch δέρω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu δέρνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέρνωδέρνουμε, δέρνομεδέρνομαιδερνόμαστε
δέρνειςδέρνετεδέρνεσαιδέρνεστε, δερνόσαστε
δέρνειδέρνουν(ε)δέρνεταιδέρνονται
Imper
fekt
έδερναδέρναμεδερνόμουν(α)δερνόμαστε, δερνόμασταν
έδερνεςδέρνατεδερνόσουν(α)δερνόσαστε, δερνόσασταν
έδερνεέδερναν, δέρναν(ε)δερνόταν(ε)δέρνονταν, δερνόντανε, δερνόντουσαν
Aoristέδειραδείραμεδάρθηκαδαρθήκαμε
έδειρεςδείρατεδάρθηκεςδαρθήκατε
έδειρεέδειραν, δείραν(ε)δάρθηκεδάρθηκαν, δαρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείρει
έχω δαρμένο
έχουμε δείρει
έχουμε δαρμένο
έχω δαρθεί
είμαι δαρμένος, -η
έχουμε δαρθεί
είμαστε δαρμένοι, -ες
έχεις δείρει
έχεις δαρμένο
έχετε δείρει
έχετε δαρμένο
έχεις δαρθεί
είσαι δαρμένος, -η
έχετε δαρθεί
είστε δαρμένοι, -ες
έχει δείρει
έχει δαρμένο
έχουν δείρει
έχουν δαρμένο
έχει δαρθεί
είναι δαρμένος, -η, -ο
έχουν δαρθεί
είναι δαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείρει
είχα δαρμένο
είχαμε δείρει
είχαμε δαρμένο
είχα δαρθεί
ήμουν δαρμένος, -η
είχαμε δαρθεί
ήμαστε δαρμένοι, -ες
είχες δείρει
είχες δαρμένο
είχατε δείρει
είχατε δαρμένο
είχες δαρθεί
ήσουν δαρμένος, -η
είχατε δαρθεί
ήσαστε δαρμένοι, -ες
είχε δείρει
είχε δαρμένο
είχαν δείρει
είχαν δαρμένο
είχε δαρθεί
ήταν δαρμένος, -η, -ο
είχαν δαρθεί
ήταν δαρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέρνωθα δέρνουμε, θα δέρνομεθα δέρνομαιθα δερνόμαστε
θα δέρνειςθα δέρνετεθα δέρνεσαιθα δέρνεστε, θα δερνόσαστε
θα δέρνειθα δέρνουν(ε)θα δέρνεταιθα δέρνονται
Fut
ur
θα δείρωθα δείρουμε, θα δείρομεθα δαρθώθα δαρθούμε
θα δείρειςθα δείρετεθα δαρθείςθα δαρθείτε
θα δείρειθα δείρουν(ε)θα δαρθείθα δαρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείρει
θα έχω δαρμένο
θα έχουμε δείρει
θα έχουμε δαρμένο
θα έχω δαρθεί
θα είμαι δαρμένος, -η
θα έχουμε δαρθεί
θα είμαστε δαρμένοι, -ες
θα έχεις δείρει
θα έχεις δαρμένο
θα έχετε δείρει
θα έχετε δαρμένο
θα έχεις δαρθεί
θα είσαι δαρμένος, -η
θα έχετε δαρθεί
θα είστε δαρμένοι, -ες
θα έχει δείρει
θα έχει δαρμένο
θα έχουν δείρει
θα έχουν δαρμένο
θα έχει δαρθεί
θα είναι δαρμένος, -η, -ο
θα έχουν δαρθεί
θα είναι δαρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέρνωνα δέρνουμε, να δέρνομενα δέρνομαινα δερνόμαστε
να δέρνειςνα δέρνετενα δέρνεσαινα δέρνεστε, να δερνόσαστε
να δέρνεινα δέρνουν(ε)να δέρνεταινα δέρνονται
Aoristνα δείρωνα δείρουμε, να δείρομενα δαρθώνα δαρθούμε
να δείρειςνα δείρετενα δαρθείςνα δαρθείτε
να δείρεινα δείρουν(ε)να δαρθείνα δαρθούν(ε)
Perfνα έχω δείρει
να έχω δαρμένο
να έχουμε δείρει
να έχουμε δαρμένο
να έχω δαρθεί
να είμαι δαρμένος, -η
να έχουμε δαρθεί
να είμαστε δαρμένοι, -ες
να έχεις δείρει
να έχεις δαρμένο
να έχετε δείρει
να έχετε δαρμένο
να έχεις δαρθεί
να είσαι δαρμένος, -η
να έχετε δαρθεί
να είστε δαρμένοι, -ες
να έχει δείρει
να έχει δαρμένο
να έχουν δείρει
να έχουν δαρμένο
να έχει δαρθεί
να είναι δαρμένος, -η, -ο
να έχουν δαρθεί
να είναι δαρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδέρνεδέρνετεδέρνεστε
Aoristδείρεδείρετε, δείρτεδάρσουδαρθείτε
Part
izip
Presδέρνοντας
Perfέχοντας δείρει, έχοντας δαρμένοδαρμένος, -η, -οδαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείρειδαρθεί















Griechische Definition zu δέρνω

δέρνω [δérno] -ομαι Ρ αόρ. έδειρα, απαρέμφ. δείρει, παθ. αόρ. δάρθηκα, απαρέμφ. δαρθεί, μππ. δαρμένος : 1α. με επαναλαμβανόμενες γρήγορες και βίαιες κινήσεις των χεριών επιφέρω χτυπήματα σε κπ., για να τον κάνω να πονέσει, για να τον πληγώσω· δίνω ξύλο: Γιατί δέρνεις το παιδί; Θα σε δείρω, αν το ξανακάνεις! Έδειρε τη γυναίκα του μέχρι αναισθησίας. Tον έδερναν όλοι μαζί. Ο δάσκαλος μας έδερνε με τη βέργα / με το λουρί. Γιατί δάρθηκαν; Mην το δέρνεις το ζώο! (έκφρ.) σαν δαρμένο σκυλί*. ΠAΡ Φταίει ο γάιδαρος* και δέρνουν το σαμάρι. || (παθ.) από πολύ μεγάλη λύπη, από απελπισία, θρηνώ, οδύρομαι: Kλαίει και δέρνεται. Mη δέρνεσαι, οι πεθαμένοι δε γυρίζουν πίσω. β. (μτφ., οικ.) νικώ κπ. σε μια αναμέτρηση, συνήθ. με μεγάλη διαφορά στο σκορ: Tον έδειρα στο τάβλι. Mας έδειραν για τα καλά οι Iταλοί στο μπάσκετ. ΦΡ γαμώ* και δέρνω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback