darstellen
 Verb

παριστάνω Verb
(1)
αποτελώ Verb
(0)
παρασταίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
In meinem Bericht wollte ich aufzeigen, daß es bereits möglich ist, konkrete Ziele und Fristen zu formulieren, und ich gehe dabei weiter als die Kommission, wobei ich mich nicht etwa als Idealist darstellen möchte, denn die meisten meiner Vorschläge gehen direkt auf das Weißbuch von Jacques Delors zurück, dessen Analyse seinerzeit, 1992, von allen Mitgliedstaaten so begeistert unterstützt wurde.Στην εισήγησή μου ήθελα να δείξω, ότι ήδη είναι δυνατό, να καθορίσει κανείς συγκεκριμένους σκοπούς και προθεσμίες, και σε αυτό προχώρησα πιο μακριά από την Επιτροπή. Όχι διότι θέλω να παριστάνω τον ιδεαλιστή, διότι οι περισσότερες των προτάσεών μου προέρχονται άμεσα από τη Λευκή Βίβλο του Jacques Delors, της οποίας η ανάλυση τότε το 1992 υποστηρίχτηκε με τόσον ενθουσιασμό από τα κράτη μέλη.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παριστάνωπαριστάνουμε, παριστάνομεπαριστάνομαιπαριστανόμαστε
παριστάνειςπαριστάνετεπαριστάνεσαιπαριστάνεστε
παριστάνειπαριστάνουν(ε)παριστάνεταιπαριστάνονται
Imper
fekt
παρέσταναπαριστάναμεπαριστανόμουν(α)παριστανόμαστε
παρέστανεςπαριστάνατεπαριστανόσουν(α)παριστανόσαστε
παρέστανεπαρέσταναν, παριστάναν(ε)παριστανόταν(ε)παριστάνονταν
Aoristπαρέστησα, παράστησαπαραστάσαμεπαραστάθηκαπαρασταθήκαμε
παρέστησες, παράστησεςπαραστάσατεπαραστάθηκεςπαρασταθήκατε
παρέστησε, παράστησεπαρέστησαν, παράστησαν, παραστάσαν(ε)παραστάθηκεπαραστάθηκαν, παρασταθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραστάσειέχουμε παραστάσειέχω παρασταθείέχουμε παρασταθεί
έχεις παραστάσειέχετε παραστάσειέχεις παρασταθείέχετε παρασταθεί
έχει παραστάσειέχουν παραστάσειέχει παρασταθείέχουν παρασταθεί
Plu
per
fekt
είχα παραστάσειείχαμε παραστάσειείχα παρασταθείείχαμε παρασταθεί
είχες παραστάσειείχατε παραστάσειείχες παρασταθείείχατε παρασταθεί
είχε παραστάσειείχαν παραστάσειείχε παρασταθείείχαν παρασταθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παριστάνωθα παριστάνουμε, θα παριστάνομεθα παριστάνομαιθα παριστανόμαστε
θα παριστάνειςθα παριστάνετεθα παριστάνεσαιθα παριστάνεστε, θα παριστανόσαστε
θα παριστάνειθα παριστάνουν(ε)θα παριστάνεταιθα παριστάνονται
Fut
ur
θα παραστάσωθα παραστάσουμε, θα παραστάσομεθα παρασταθώθα παρασταθούμε
θα παραστάσειςθα παραστάσετεθα παρασταθείςθα παρασταθείτε
θα παραστάσειθα παραστάσουν(ε)θα παρασταθείθα παρασταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραστάσειθα έχουμε παραστάσειθα έχω παρασταθείθα έχουμε παρασταθεί
θα έχεις παραστάσειθα έχετε παραστάσειθα έχεις παρασταθείθα έχετε παρασταθεί
θα έχει παραστάσειθα έχουν παραστάσειθα έχει παρασταθείθα έχουν παρασταθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παριστάνωνα παριστάνουμε, να παριστάνομενα παριστάνομαινα παριστανόμαστε
να παριστάνειςνα παριστάνετενα παριστάνεσαινα παριστάνεστε, να παριστανόσαστε
να παριστάνεινα παριστάνουν(ε)να παριστάνεταινα παριστάνονται
Aoristνα παραστάσωνα παραστάσουμε, να παραστάσομενα παρασταθώνα παρασταθούμε
να παραστάσειςνα παραστάσετενα παρασταθείςνα παρασταθείτε
να παραστάσεινα παραστάσουν(ε)να παρασταθείνα παρασταθούν(ε)
Perfνα έχω παραστάσεινα έχουμε παραστάσεινα έχω παρασταθείνα έχουμε παρασταθεί
να έχεις παραστάσεινα έχετε παραστάσεινα έχεις παρασταθείνα έχετε παρασταθεί
να έχει παραστάσεινα έχουν παραστάσεινα έχει παρασταθείνα έχουν παρασταθεί
Imper
ativ
Presπαρέστανεπαριστάνετεπαριστάνεστε
Aoristπαρέστησε, παράστησεπαραστάστεπαραστάσουπαρασταθείτε
Part
izip
Presπαριστάνονταςπαριστανόμενος
Perfέχοντας παραστάσειπαραστημένος, -η, -οπαραστημένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραστάσειπαρασταθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποτελώαποτελούμεαποτελούμαιαποτελούμαστε
αποτελείςαποτελείτεαποτελείσαιαποτελείστε
αποτελείαποτελούν(ε)αποτελείταιαποτελούνται
Imper
fekt
αποτελούσααποτελούσαμεαποτελούμουναποτελούμαστε
αποτελούσεςαποτελούσατε
αποτελούσεαποτελούσαν(ε)αποτελούνταν, αποτελείτοαποτελούνταν, αποτελούντο
Aoristαποτέλεσααποτελέσαμε
αποτέλεσεςαποτελέσατε
αποτέλεσεαποτέλεσαν, αποτελέσαν(ε)
Perf
ekt
έχω αποτελέσειέχουμε αποτελέσει
έχεις αποτελέσειέχετε αποτελέσει
έχει αποτελέσειέχουν αποτελέσει
Plu
perf
ekt
είχα αποτελέσειείχαμε αποτελέσει
είχες αποτελέσειείχατε αποτελέσει
είχε αποτελέσειείχαν αποτελέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποτελώθα αποτελούμεθα αποτελούμαιθα αποτελούμαστε
θα αποτελείςθα αποτελείτεθα αποτελείσαιθα αποτελείστε
θα αποτελείθα αποτελούν(ε)θα αποτελείταιθα αποτελούνται
Fut
ur
θα αποτελέσωθα αποτελέσουμε, θα αποτελέσομε
θα αποτελέσειςθα αποτελέσετε
θα αποτελέσειθα αποτελέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποτελέσειθα έχουμε αποτελέσει
θα έχεις αποτελέσειθα έχετε αποτελέσει
θα έχει αποτελέσειθα έχουν αποτελέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποτελώνα αποτελούμενα αποτελούμαινα αποτελούμαστε
να αποτελείςνα αποτελείτενα αποτελείσαινα αποτελείστε
να αποτελείνα αποτελούν(ε)να αποτελείταινα αποτελούνται
Aoristνα αποτελέσωνα αποτελέσουμε, να αποτελέσομε
να αποτελέσειςνα αποτελέσετε
να αποτελέσεινα αποτελέσουν(ε)
Perfνα έχω αποτελέσεινα έχουμε αποτελέσει
να έχεις αποτελέσεινα έχετε αποτελέσει
να έχει αποτελέσεινα έχουν αποτελέσει
Imper
ativ
Presαποτελείτεαποτελείστε
Aoristαποτέλεσεαποτελέστε, αποτελέσετε
Part
izip
Presαποτελώνταςαποτελούμενος
Perfέχοντας αποτελέσει, έχοντας αποτελεσμένοαποτελεσμένος, -η, -οαποτελεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποτελέσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback