ausgeben
 Verb

ξοδεύω Verb
(13)
χαλώ Verb
(0)
δαπανώ Verb
(0)
διανέμω Verb
(0)
κερνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und da war ich, all das Geld am ausgeben, das meine Eltern ihr ganzes Leben gespart hatten.Και να' μαι, να ξοδεύω τις οικονομίες μιας ζωής των γονιών μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Und dem Argument zuliebe angenommen, habe ich eine sehr flexible Bank, die mich mehr Geld ausgeben lässt, als ich habe, (und diese Banken existieren tatsächlich!).Και, ας πούμε, ότι η τράπεζά μου με αφήνει να ξοδεύω περισσότερα χρήματα απ' όσα έχω -υπάρχουν όντως τέτοιες τράπεζες!

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
ausgeben
liefern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξοδεύωξοδεύουμε, ξοδεύομεξοδεύομαιξοδευόμαστε
ξοδεύειςξοδεύετεξοδεύεσαιξοδεύεστε, ξοδευόσαστε
ξοδεύειξοδεύουν(ε)ξοδεύεταιξοδεύονται
Imper
fekt
ξόδευαξοδεύαμεξοδευόμουν(α)ξοδευόμαστε, ξοδευόμασταν
ξόδευεςξοδεύατεξοδευόσουν(α)ξοδευόσαστε, ξοδευόσασταν
ξόδευεξόδευαν, ξοδεύαν(ε)ξοδευόταν(ε)ξοδεύονταν, ξοδευόντανε, ξοδευόντουσαν
Aoristξόδεψαξοδέψαμεξοδεύτηκαξοδευτήκαμε
ξόδεψεςξοδέψατεξοδεύτηκεςξοδευτήκατε
ξόδεψεξόδεψαν, ξοδέψαν(ε)ξοδεύτηκεξοδεύτηκαν, ξοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξοδέψει
έχω ξοδεμένο
έχουμε ξοδέψει
έχουμε ξοδεμένο
έχω ξοδευτεί
είμαι ξοδεμένος, -η
έχουμε ξοδευτεί
είμαστε ξοδεμένοι, -ες
έχεις ξοδέψει
έχεις ξοδεμένο
έχετε ξοδέψει
έχετε ξοδεμένο
έχεις ξοδευτεί
είσαι ξοδεμένος, -η
έχετε ξοδευτεί
είστε ξοδεμένοι, -ες
έχει ξοδέψει
έχει ξοδεμένο
έχουν ξοδέψει
έχουν ξοδεμένο
έχει ξοδευτεί
είναι ξοδεμένος, -η, -ο
έχουν ξοδευτεί
είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξοδέψει
είχα ξοδεμένο
είχαμε ξοδέψει
είχαμε ξοδεμένο
είχα ξοδευτεί
ήμουν ξοδεμένος, -η
είχαμε ξοδευτεί
ήμαστε ξοδεμένοι, -ες
είχες ξοδέψει
είχες ξοδεμένο
είχατε ξοδέψει
είχατε ξοδεμένο
είχες ξοδευτεί
ήσουν ξοδεμένος, -η
είχατε ξοδευτεί
ήσαστε ξοδεμένοι, -ες
είχε ξοδέψει
είχε ξοδεμένο
είχαν ξοδέψει
είχαν ξοδεμένο
είχε ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένος, -η, -ο
είχαν ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξοδεύωθα ξοδεύουμε, θα ξοδεύομεθα ξοδεύομαιθα ξοδευόμαστε
θα ξοδεύειςθα ξοδεύετεθα ξοδεύεσαιθα ξοδεύεστε, θα ξοδευόσαστε
θα ξοδεύειθα ξοδεύουν(ε)θα ξοδεύεταιθα ξοδεύονται
Fut
ur
θα ξοδέψωθα ξοδέψουμε, θα ξοδέψομεθα ξοδευτώθα ξοδευτούμε
θα ξοδέψειςθα ξοδέψετεθα ξοδευτείςθα ξοδευτείτε
θα ξοδέψειθα ξοδέψουν(ε)θα ξοδευτείθα ξοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξοδέψει
θα έχω ξοδεμένο
θα έχουμε ξοδέψει
θα έχουμε ξοδεμένο
θα έχω ξοδευτεί
θα είμαι ξοδεμένος, -η
θα έχουμε ξοδευτεί
θα είμαστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχεις ξοδέψει
θα έχεις ξοδεμένο
θα έχετε ξοδέψει
θα έχετε ξοδεμένο
θα έχεις ξοδευτεί
θα είσαι ξοδεμένος, -η
θα έχετε ξοδευτεί
θα είστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχει ξοδέψει
θα έχει ξοδεμένο
θα έχουν ξοδέψει
θα έχουν ξοδεμένο
θα έχει ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξοδεύωνα ξοδεύουμε, να ξοδεύομενα ξοδεύομαινα ξοδευόμαστε
να ξοδεύειςνα ξοδεύετενα ξοδεύεσαινα ξοδεύεστε, να ξοδευόσαστε
να ξοδεύεινα ξοδεύουν(ε)να ξοδεύεταινα ξοδεύονται
Aoristνα ξοδέψωνα ξοδέψουμε, να ξοδέψομενα ξοδευτώνα ξοδευτούμε
να ξοδέψειςνα ξοδέψετενα ξοδευτείςνα ξοδευτείτε
να ξοδέψεινα ξοδέψουν(ε)να ξοδευτείνα ξοδευτούν(ε)
Perfνα έχω ξοδέψει
να έχω ξοδεμένο
να έχουμε ξοδέψει
να έχουμε ξοδεμένο
να έχω ξοδευτεί
να είμαι ξοδεμένος, -η
να έχουμε ξοδευτεί
να είμαστε ξοδεμένοι, -ες
να έχεις ξοδέψει
να έχεις ξοδεμένο
να έχετε ξοδέψει
να έχετε ξοδεμένο
να έχεις ξοδευτεί
να είσαι ξοδεμένος, -η
να έχετε ξοδευτεί
να είστε ξοδεμένοι, -ες
να έχει ξοδέψει
να έχει ξοδεμένο
να έχουν ξοδέψει
να έχουν ξοδεμένο
να έχει ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένος, -η, -ο
να έχουν ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξόδευεξοδεύετεξοδεύεστε
Aoristξόδεψεξοδέψτε, ξοδεύτεξοδέψουξοδευτείτε
Part
izip
Presξοδεύοντας
Perfέχοντας ξοδέψει, έχοντας ξοδεμένοξοδεμένος, -η, -οξοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristξοδέψειξοδευτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαλάω, χαλώχαλάμε, χαλούμε
χαλάςχαλάτε
χαλάει, χαλάχαλάν(ε), χαλούν(ε)
Imper
fekt
χαλούσα, χάλαγαχαλούσαμε, χαλάγαμε
χαλούσες, χάλαγεςχαλούσατε, χαλάγατε
χαλούσε, χάλαγεχαλούσαν(ε), χάλαγαν, χαλάγανε
Aoristχάλασαχαλάσαμε
χάλασεςχαλάσατε
χάλασεχάλασαν, χαλάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω χαλάσειέχουμε χαλάσει
έχεις χαλάσειέχετε χαλάσει
έχει χαλάσειέχουν χαλάσει
Plu
perf
ekt
είχα χαλάσειείχαμε χαλάσει
είχες χαλάσειείχατε χαλάσει
είχε χαλάσειείχαν χαλάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαλάω, θα χαλώθα χαλάμε, θα χαλούμε
θα χαλάςθα χαλάτε
θα χαλάει, θα χαλάθα χαλάν(ε), θα χαλούν(ε)
Fut
ur
θα χαλάσωθα χαλάσουμε, θα χαλάσομε
θα χαλάσειςθα χαλάσετε
θα χαλάσειθα χαλάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαλάσειθα έχουμε χαλάσει
θα έχεις χαλάσειθα έχετε χαλάσει
θα έχει χαλάσειθα έχουν χαλάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαλάω, να χαλώνα χαλάμε, να χαλούμε
να χαλάςνα χαλάτε
να χαλάει, να χαλάνα χαλάν(ε), να χαλούν(ε)
Aoristνα χαλάσωνα χαλάσουμε, να χαλάσομε
να χαλάσειςνα χαλάσετε
να χαλάσεινα χαλάσουν(ε)
Perfνα έχω χαλάσεινα έχουμε χαλάσει
να έχεις χαλάσεινα έχετε χαλάσει
να έχει χαλάσεινα έχουν χαλάσει
Imper
ativ
Presχάλα, χάλαγεχαλάτε
Aoristχάλασε, χάλαχαλάστε
Part
izip
Presχαλώντας
Perfέχοντας χαλάσει
InfinAoristχαλάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δαπανάω, δαπανώδαπανάμε, δαπανούμεδαπανιέμαι, δαπανώμαιδαπανιόμαστε, δαπανόμαστε, δαπανώμεθα
δαπανάςδαπανάτεδαπανιέσαι, δαπανάσαιδαπανιέστε, δαπανιόσαστε, δαπανάστε, δαπανάσθε
δαπανάει, δαπανάδαπανάν(ε), δαπανούν(ε)δαπανιέται, δαπανάταιδαπανιούνται, δαπανιόνται, δαπανώνται
Imper
fekt
δαπανούσα, δαπάναγαδαπανούσαμε, δαπανάγαμεδαπανιόμουν(α)δαπανιόμαστε, δαπανιόμασταν
δαπανούσες, δαπάναγεςδαπανούσατε, δαπανάγατεδαπανιόσουν(α)δαπανιόσαστε, δαπανιόσασταν
δαπανούσε, δαπάναγεδαπανούσαν(ε), δαπάναγαν, δαπανάγανεδαπανιόταν(ε)δαπανιόνταν(ε), δαπανιούνταν, δαπανιόντουσαν
Aoristδαπάνησαδαπανήσαμεδαπανήθηκαδαπανηθήκαμε
δαπάνησεςδαπανήσατεδαπανήθηκεςδαπανηθήκατε
δαπάνησεδαπάνησαν, δαπανήσαν(ε)δαπανήθηκεδαπανήθηκαν, δαπανηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δαπανήσει
έχω δαπανημένο
έχουμε δαπανήσει
έχουμε δαπανημένο
έχω δαπανηθεί
είμαι δαπανημένος, -η
έχουμε δαπανηθεί
είμαστε δαπανημένοι, -ες
έχεις δαπανήσει
έχεις δαπανημένο
έχετε δαπανήσει
έχετε δαπανημένο
έχεις δαπανηθεί
είσαι δαπανημένος, -η
έχετε δαπανηθεί
είστε δαπανημένοι, -ες
έχει δαπανήσει
έχει δαπανημένο
έχουν δαπανήσει
έχουν δαπανημένο
έχει δαπανηθεί
είναι δαπανημένος, -η, -ο
έχουν δαπανηθεί
είναι δαπανημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα δαπανήσει
είχα δαπανημένο
είχαμε δαπανήσει
είχαμε δαπανημένο
είχα δαπανηθεί
ήμουν δαπανημένος, -η
είχαμε δαπανηθεί
ήμαστε δαπανημένοι, -ες
είχες δαπανήσει
είχες δαπανημένο
είχατε δαπανήσει
είχατε δαπανημένο
είχες δαπανηθεί
ήσουν δαπανημένος, -η
είχατε δαπανηθεί
ήσαστε δαπανημένοι, -ες
είχε δαπανήσει
είχε δαπανημένο
είχαν δαπανήσει
είχαν δαπανημένο
είχε δαπανηθεί
ήταν δαπανημένος, -η, -ο
είχαν δαπανηθεί
ήταν δαπανημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δαπανάω, θα δαπανώθα δαπανάμε, θα δαπανούμεθα δαπανιέμαι, θα δαπανώμαιθα δαπανιόμαστε, θα δαπανόμαστε, θα δαπανώμεθα
θα δαπανάςθα δαπανάτεθα δαπανιέσαι, θα δαπανάσαιθα δαπανιέστε, θα δαπανιόσαστε, θα δαπανάστε, θα δαπανάσθε
θα δαπανάει, θα δαπανάθα δαπανάν(ε), θα δαπανούν(ε)θα δαπανιέται, θα δαπανάταιθα δαπανιούνται, θα δαπανιόνται, θα δαπανώνται
Fut
ur
θα δαπανήσωθα δαπανήσουμε, θα δαπανήσομεθα δαπανηθώθα δαπανηθούμε
θα δαπανήσειςθα δαπανήσετεθα δαπανηθείςθα δαπανηθείτε
θα δαπανήσειθα δαπανήσουν(ε)θα δαπανηθείθα δαπανηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δαπανήσει
θα έχω δαπανημένο
θα έχουμε δαπανήσει
θα έχουμε δαπανημένο
θα έχω δαπανηθεί
θα είμαι δαπανημένος, -η
θα έχουμε δαπανηθεί
θα είμαστε δαπανημένοι, -ες
θα έχεις δαπανήσει
θα έχεις δαπανημένο
θα έχετε δαπανήσει
θα έχετε δαπανημένο
θα έχεις δαπανηθεί
θα είσαι δαπανημένος, -η
θα έχετε δαπανηθεί
θα είστε δαπανημένοι, -ες
θα έχει δαπανήσει
θα έχει δαπανημένο
θα έχουν δαπανήσει
θα έχουν δαπανημένο
θα έχει δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένος, -η, -ο
θα έχουν δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δαπανάω, να δαπανώνα δαπανάμε, να δαπανούμενα δαπανιέμαι, να δαπανώμαινα δαπανιόμαστε, να δαπανόμαστε, να δαπανώμεθα
να δαπανάςνα δαπανάτενα δαπανιέσαι, να δαπανάσαινα δαπανιέστε, να δαπανιόσαστε, να δαπανάστε, να δαπανάσθε
να δαπανάει, να δαπανάνα δαπανάν(ε), να δαπανούν(ε)να δαπανιέται, να δαπανάταινα δαπανιούνται, να δαπανιόνται, να δαπανώνται
Aoristνα δαπανήσωνα δαπανήσουμε, να δαπανήσομενα δαπανηθώνα δαπανηθούμε
να δαπανήσειςνα δαπανήσετενα δαπανηθείςνα δαπανηθείτε
να δαπανήσεινα δαπανήσουν(ε)να δαπανηθείνα δαπανηθούν(ε)
Perfνα έχω δαπανήσει
να έχω δαπανημένο
να έχουμε δαπανήσει
να έχουμε δαπανημένο
να έχω δαπανηθεί
να είμαι δαπανημένος, -η
να έχουμε δαπανηθεί
να είμαστε δαπανημένοι, -ες
να έχεις δαπανήσει
να έχεις δαπανημένο
να έχετε δαπανήσει
να έχετε δαπανημένο
να έχεις δαπανηθεί
να είσαι δαπανημένος, -η
να έχετε δαπανηθεί
να είστε δαπανημένοι, -η
να έχει δαπανήσει
να έχει δαπανημένο
να έχουν δαπανήσει
να έχουν δαπανημένο
να έχει δαπανηθεί
να είναι δαπανημένος, -η, -ο
να έχουν δαπανηθεί
να είναι δαπανημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδαπάνα, δαπάναγεδαπανάτεδαπανιέστε, δαπανάστε, δαπανάσθε
Aoristδαπάνησε, δαπάναδαπανήστεδαπανήσουδαπανηθείτε
Part
izip
Presδαπανώνταςδαπανώμενος
Perfέχοντας δαπανήσει, έχοντας δαπανημένοδαπανημένος, -η, -οδαπανημένοι, -ες, -α
InfinAoristδαπανήσειδαπανηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διανέμωδιανέμουμε, διανέμομεδιανέμομαιδιανεμόμαστε
διανέμειςδιανέμετεδιανέμεσαιδιανέμεστε, διανεμόσαστε
διανέμειδιανέμουν(ε)διανέμεταιδιανέμονται
Imper
fekt
διένεμαδιανέμαμεδιανεμόμουν(α)διανεμόμαστε
διένεμεςδιανέματεδιανεμόσουν(α)διανεμόσαστε
διένεμεδιένεμαν, διανέμαν(ε)διανεμόταν(ε)διανέμονταν
Aoristδιένειμαδιανείμαμεδιανεμήθηκαδιανεμηθήκαμε
διένειμεςδιανείματεδιανεμήθηκεςδιανεμηθήκατε
διένειμεδιένειμαν, διανείμαν(ε)διανεμήθηκεδιανεμήθηκαν, διανεμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διανείμει
έχω διανεμημένο
έχουμε διανείμει
έχουμε διανεμημένο
έχω διανεμηθεί
είμαι διανεμημένος, -η
έχουμε διανεμηθεί
είμαστε διανεμημένοι, -ες
έχεις διανείμει
έχεις διανεμημένο
έχετε διανείμει
έχετε διανεμημένο
έχεις διανεμηθεί
είσαι διανεμημένος, -η
έχετε διανεμηθεί
είστε διανεμημένοι, -ες
έχει διανείμει
έχει διανεμημένο
έχουν διανείμει
έχουν διανεμημένο
έχει διανεμηθεί
είναι διανεμημένος, -η, -ο
έχουν διανεμηθεί
είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διανείμει
είχα διανεμημένο
είχαμε διανείμει
είχαμε διανεμημένο
είχα διανεμηθεί
ήμουν διανεμημένος, -η
είχαμε διανεμηθεί
ήμαστε διανεμημένοι, -ες
είχες διανείμει
είχες διανεμημένο
είχατε διανείμει
είχατε διανεμημένο
είχες διανεμηθεί
ήσουν διανεμημένος, -η
είχατε διανεμηθεί
ήσαστε διανεμημένοι, -ες
είχε διανείμει
είχε διανεμημένο
είχαν διανείμει
είχαν διανεμημένο
είχε διανεμηθεί
ήταν διανεμημένος, -η, -ο
είχαν διανεμηθεί
ήταν διανεμημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διανέμωθα διανέμουμε, θα διανέμομεθα διανέμομαιθα διανεμόμαστε
θα διανέμειςθα διανέμετεθα διανέμεσαιθα διανέμεστε θα διανεμόσαστε
θα διανέμειθα διανέμουν(ε)θα διανέμεταιθα διανέμονται
Fut
ur
θα διανείμωθα διανείμουμε, θα διανείμομεθα διανεμηθώθα διανεμηθούμε
θα διανείμειςθα διανείμετεθα διανεμηθείςθα διανεμηθείτε
θα διανείμειθα διανείμουν(ε)θα διανεμηθείθα διανεμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διανείμει
θα έχω διανεμημένο
θα έχουμε διανείμει
θα έχουμε διανεμημένο
θα έχω διανεμηθεί
θα είμαι διανεμημένος, -η
θα έχουμε διανεμηθεί
θα είμαστε διανεμημένοι, -ες
θα έχεις διανείμει
θα έχεις διανεμημένο
θα έχετε διανείμει
θα έχετε διανεμημένο
θα έχεις διανεμηθεί
θα είσαι διανεμημένος, -η
θα έχετε διανεμηθεί
θα είστε διανεμημένοι, -ες
θα έχει διανείμει
θα έχει διανεμημένο
θα έχουν διανείμει
θα έχουν διανεμημένο
θα έχει διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένος, -η, -ο
θα έχουν διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διανέμωνα διανέμουμε, να διανέμομενα διανέμομαινα διανεμόμαστε
να διανέμειςνα διανέμετενα διανέμεσαινα διανέμεστε, να διανεμόσαστε
να διανέμεινα διανέμουν(ε)να διανέμεταινα διανέμονται
Aoristνα διανείμωνα διανείμουμε, να διανείμομενα διανεμηθώνα διανεμηθούμε
να διανείμειςνα διανείμετενα διανεμηθείςνα διανεμηθείτε
να διανείμεινα διανείμουν(ε)να διανεμηθείνα διανεμηθούν(ε)
Perfνα έχω διανείμει
να έχω διανεμημένο
να έχουμε διανείμει
να έχουμε διανεμημένο
να έχω διανεμηθεί
να είμαι διανεμημένος, -η
να έχουμε διανεμηθεί
να είμαστε διανεμημένοι, -ες
να έχεις διανείμει
να έχεις διανεμημένο
να έχετε διανείμει
να έχετε διανεμημένο
να έχεις διανεμηθεί
να είσαι διανεμημένος, -η
να έχετε διανεμηθεί
να είστε διανεμημένοι, -ες
να έχει διανείμει
να έχει διανεμημένο
να έχουν διανείμει
να έχουν διανεμημένο
να έχει διανεμηθεί
να είναι διανεμημένος, -η, -ο
να έχουν διανεμηθεί
να είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάνεμεδιανέμετεδιανέμεστε
Aoristδιάνειμεδιανείμετεδιανεμηθείτε
Part
izip
Presδιανέμοντας
Perfέχοντας διανείμει, έχοντας διανεμημένοδιανεμημένος, -η, -οδιανεμημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιανείμειδιανεμηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κερνάω, κερνώκερνάμε, κερνούμεκερνιέμαικερνιόμαστε
κερνάςκερνάτεκερνιέσαικερνιέστε, κερνιόσαστε
κερνάει, κερνάκερνάν(ε), κερνούν(ε)κερνιέταικερνιούνται, κερνιόνται
Imper
fekt
κερνούσα, κέρναγακερνούσαμε, κερνάγαμεκερνιόμουν(α)κερνιόμαστε, κερνιόμασταν
κερνούσες, κέρναγεςκερνούσατε, κερνάγατεκερνιόσουν(α)κερνιόσαστε, κερνιόσασταν
κερνούσε, κέρναγεκερνούσαν(ε), κέρναγαν, κερνάγανεκερνιόταν(ε)κερνιόνταν(ε), κερνιούνταν, κερνιόντουσαν
Aoristκέρασακεράσαμεκεράστηκακεραστήκαμε
κέρασεςκεράσατεκεράστηκεςκεραστήκατε
κέρασεκέρασαν, κεράσαν(ε)κεράστηκεκεράστηκαν, κεραστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κεράσει
έχω κερασμένο
έχουμε κεράσει
έχουμε κερασμένο
έχω κεραστεί
είμαι κερασμένος, -η
έχουμε κεραστεί
είμαστε κερασμένοι, -ες
έχεις κεράσει
έχεις κερασμένο
έχετε κεράσει
έχετε κερασμένο
έχεις κεραστεί
είσαι κερασμένος, -η
έχετε κεραστεί
είστε κερασμένοι, -ες
έχει κεράσει
έχει κερασμένο
έχουν κεράσει
έχουν κερασμένο
έχει κεραστεί
είναι κερασμένος, -η, -ο
έχουν κεραστεί
είναι κερασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κεράσει
είχα κερασμένο
είχαμε κεράσει
είχαμε κερασμένο
είχα κεραστεί
ήμουν κερασμένος, -η
είχαμε κεραστεί
ήμαστε κερασμένοι, -ες
είχες κεράσει
είχες κερασμένο
είχατε κεράσει
είχατε κερασμένο
είχες κεραστεί
ήσουν κερασμένος, -η
είχατε κεραστεί
ήσαστε κερασμένοι, -ες
είχε κεράσει
είχε κερασμένο
είχαν κεράσει
είχαν κερασμένο
είχε κεραστεί
ήταν κερνημενος, -η, -ο
είχαν κεραστεί
ήταν κερασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κερνάω, θα κερνώθα κερνάμε, θα κερνούμεθα κερνιέμαιθα κερνιόμαστε
θα κερνάςθα κερνάτεθα κερνιέσαιθα κερνιέστε, θα κερνιόσαστε
θα κερνάει, θα κερνάθα κερνάν(ε), θα κερνούν(ε)θα κερνιέταιθα κερνιούνται, θα κερνιόνται
Fut
ur
θα κεράσωθα κεράσουμε, θα κεράσομεθα κεραστώθα κεραστούμε
θα κεράσειςθα κεράσετεθα κεραστείςθα κεραστείτε
θα κεράσειθα κεράσουν(ε)θα κεραστείθα κεραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κεράσει
θα έχω κερασμένο
θα έχουμε κεράσει
θα έχουμε κερασμένο
θα έχω κεραστεί
θα είμαι κερασμένος, -η
θα έχουμε κεραστεί
θα είμαστε κερασμένοι, -ες
θα έχεις κεράσει
θα έχεις κερασμένο
θα έχετε κεράσει
θα έχετε κερασμένο
θα έχεις κεραστεί
θα είσαι κερασμένος, -η
θα έχετε κεραστεί
θα είστε κερνημενοι, -ες
θα έχει κεράσει
θα έχει κερασμένο
θα έχουν κεράσει
θα έχουν κερασμένο
θα έχει κεραστεί
θα είναι κερνημένος, -η, -ο
θα έχουν κεραστεί
θα είναι κερασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κερνάω, να κερνώνα κερνάμε, να κερνούμενα κερνιέμαινα κερνιόμαστε
να κερνάςνα κερνάτενα κερνιέσαινα κερνιέστε
να κερνάει, να κερνάνα κερνάν(ε), να κερνούν(ε)να κερνιέταινα κερνιούνται, να κερνιόνται
Aoristνα κεράσωνα κεράσουμε, να κεράσομενα κεραστώνα κεραστούμε
να κεράσειςνα κεράσετενα κεραστείςνα κεραστείτε
να κεράσεινα κεράσουν(ε)να κεραστείνα κεραστούν(ε)
Perfνα έχω κεράσει
να έχω κερασμένο
να έχουμε κεράσει
να έχουμε κερασμένο
να έχω κεραστεί
να είμαι κερασμένος, -η
να έχουμε κεραστεί
να είμαστε κερνημενοι, -ες
να έχεις κεράσει
να έχεις κερασμένο
να έχετε κεράσει
να έχετε κερασμένο
να έχεις κεραστεί
να είσαι κερασμένος, -η
να έχετε κεραστεί
να είστε κερασμένοι, -η
να έχει κεράσει
να έχει κερασμένο
να έχουν κεράσει
να έχουν κερασμένο
να έχει κεραστεί
να είναι κερνημένος, -η, -ο
να έχουν κεραστεί
να είναι κερασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέρνα, κέρναγεκερνάτεκερνιέστε
Aoristκέρασε, κέρνακεράστεκεράσουκεραστείτε
Part
izip
Presκερνώντας
Perfέχοντας κεράσει, έχοντας κερασμένοκερασμένος, -η, -οκερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκεράσεικεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback