όσον Adv.  [oson]

(0)
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu όσον.



Griechische Definition zu όσον

όσον, επίρρ.· όσο.

Ά Αναφ. επίρρ.
1) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. πρόταση) με ποσοτική σημασ.
α) (με ή χωρίς επόμ. συγκρ.) αναφέρεται στο δεικτ. επίρρ. τόσο(ν), τόσα, τοσούτον (με ή χωρίς συγκρ.) που προηγείται ή έπεται:
Το κυπαρίσσι όσο γερά τόσον αδυνατεύγει (Πανώρ. Γ́ 323· Ερωφ. Ά 133
όλες οι καλομοιριές … μια μόνο ασκιά 'ναι στη ζωή, … μια λάβρα που τελειώνει τόσα γοργό όσο πλια ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει (Ερωφ. Έ 674
όσον αδίκως πάσχεις τοσούτον πολλαπλάσιος απόκειται μισθός σοι (Γλυκά, Στ. Β́ 439
(το επίρρ. τόσο(ν) ενν.):
(Ερωφ. Ά 224
όσο γυρεύει (ενν. τ’ αλάφι) ανάπαψη, πλιότερα τυραννάται (Πανώρ. Β́ 154
(με επόμ. το και αν επιτ.):
ο γάδαρος … κρου τον (ενν. τον λύκον) με όλην του την δύναμιν, όσον και αν εδυνήθην (Συναξ. γαδ. 312
(εδώ αναφέρεται σε προηγ. αντων. τοσούτος):
εις την αντρείαν τοσούτος, όσο νομίζω ο καιρός να σε το αναδιδάξει (Λίβ. Esc. 84
β) (παρενθετικά) όσο, στο βαθμό που:
(Φαλιέρ., Ιστ. 504).
2) (Αναφέρεται σε επίθ. ή επίρρ. και εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. συμπερασμ. πρόταση) ώστε:
(Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 162
ολίγον εκοκκίνιζε (ενν. η κόρη), όσον να πορφυρίζει (Διγ. Z 131).
3) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. παραβολική πρόταση) μ’ όποιο τρόπο, όπως:
να φύγουν (ενν. οι άρχοντες) όσον ημπορούν, όπως μη κιντυνέψουν (Χρον. Μορ. P 3853).
4) (Με ή χωρίς προσδιοριζόμενο επίρρ., συν. με επόμ. το θε να, (κι αν) θέλει να εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. ενδοτική ή παραχωρ. πρόταση):
όσο θε να χώνεσαι, κάτεχε κι εξανοίκτης (Φαλιέρ., Ιστ. 576· Ερωφ. Δ́ 390), (Αιτωλ., Μύθ. 5513).
5) (Με επόμ. τις προθ. εις, προς) όσον αφορά, σε σχέση με, ως προς:
είπα την: «όσον εις αυτό τίποτε μη λυπήσαι» (Λίβ. P 2401· Βέλθ. 544
(η πρόθ. εις προηγείται):
έκαμε (ενν. ο ράφτης) την αναφοράν εις τον βασιλέα εις όσον του εσυνέβη (Μπερτολδίνος 111).
6) (Με ουσ. προκ. για μέγεθος, διαστάσεις) ίσαμε, περίπου όσο:
(Χρον. σουλτ. 6128
έναι γαρ (ενν. το πουλίτσι) όσον καρυδίου μικρόν (Σταφ., Ιατροσ. 247
έκφρ. όσον η δύναμις = όσο μπορεί κανείς (πβ. δύναμις 3α έκφρ.):
(Ιστ. Βλαχ. 1947).
7) (Με επόμ. το επίρρ. μόνον για να δηλωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός):
έδειξε (ενν. ο Χακέμ) μεγάλην ταπείνωσιν και άσκησιν, πλην όμως όλα πλαστά και ψεύτικα και όσον μόνον διά να πλανά τους πολλούς (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189
(στο σχ. όσο μόνε + ειδική πρόταση), βλ. μόνον Ά1β.
8) (Με την άρν. ου) μόνο που δεν, πλην όμως:
(Πόλ. Τρωάδ. 7947).
Β́ Ως σύνδ.
1) (Χρον.)
α) (δηλώνει διάρκεια) εφόσον, όσο χρόνο, όσο:
όσον έζηεν, ηγάπησάν τον πάντες (Πόλ. Τρωάδ. 5329
(εδώ με επόμ. το (ο)πού):
να με έχει ευλογητικήν του γυναίκα όσον οπού να ζει (Διγ. Άνδρ. 36915· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 298
β) όταν:
όσον επήγεν εις την Ιερουσαλήμ, όρισεν τους άρχοντες … να κτίσουν πύργους (Μαχ. 429
(εδώ με επόμ. το να):
εκείνη εκατάστησεν, όσον να σηκώσουν το μαντήλιν (Μαχ. 54835
γ) (δηλώνει χρονική στιγμή) (αμέσως) μόλις, ευθύς ως:
όσον το ξίφος έκρουσεν (ενν. ο επιτραπέζης), έπεσεν παραυτίκα (Φλώρ. 686· Βουστρ. Β 1652
(με επόμ. το να):
Όσον να δείξω το 'μάτιν, εσείς ας είστε ότοιμοι να τον σκοτώσετε (Μαχ. 5501).
δ) (δηλώνει το προτερόχρονο) αφού:
όσον επαράλαβεν της αφεντίας την δόξαν, άρχισεν να περιπατεί ως φρόνιμος στρατιώτης (Χρον. Μορ. P 2468
ε) ώσπου, εωσότου:
(Διγ. Άνδρ. 39033
πολύ κακόν τους έκαμαν όσον να ξημερώσει (Σταυριν. 179
(με επόμ. το (ό)που):
(Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372
αίμα πολύ εχύθηκεν εκείνην την ημέρα εκ του Μιχάλη το σπαθί, όσον που 'γίν’ εσπέρα (Σταυριν. 656
(με επόμ. το ώσπου πλεοναστικά):
άφης με ώδε, όσ’ ώσπου να ξημερώσει (Βουστρ. 26612).
2) (Αιτ.) επειδή, καθώς:
όσον ηύρηκα τινάν ότι να με παραπονέσει …, πώς ήθελα να κουρασθώ δίχως καμίας ανάγκης; (Διγ. Esc. 1191 κριτ. υπ).
3) (Συμπλεκτικός, στο σχήμα τόσο … όσο και επιδοτικός):
θέλω σκοτώσει όλα τα πρωτογεννηθέντα τόσον από ανθρώπους όσον και από τα ζώα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166r
(εδώ σε αρνητ. πρόταση) ούτε … ούτε:
να μην τον χειροτονούν τόσον ιερέα όσον και αρχιερέα (Βακτ. αρχιερ. 184).
[αρχ. επίρρ. όσον. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback