Ά Αναφ. επίρρ.
1) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. πρόταση) με ποσοτική σημασ.
α) (με ή χωρίς επόμ. συγκρ.) αναφέρεται στο δεικτ. επίρρ.
τόσο(ν), τόσα, τοσούτον (με ή χωρίς συγκρ.) που προηγείται ή έπεται
: Το κυπαρίσσι όσο γερά τόσον αδυνατεύγει (Πανώρ. Γ́ 323· Ερωφ. Ά 133)·
όλες οι καλομοιριές … μια μόνο ασκιά 'ναι στη ζωή, … μια λάβρα που τελειώνει τόσα γοργό όσο πλια ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει (Ερωφ. Έ 674)·
όσον αδίκως πάσχεις τοσούτον πολλαπλάσιος απόκειται μισθός σοι (Γλυκά, Στ. Β́ 439)·
(το επίρρ.
τόσο(ν) ενν.)
: (Ερωφ. Ά 224)·
όσο γυρεύει (ενν. τ’ αλάφι) ανάπαψη, πλιότερα τυραννάται (Πανώρ. Β́ 154)·
(με επόμ. το
και αν επιτ.)
: ο γάδαρος … κρου τον (ενν. τον λύκον) με όλην του την δύναμιν, όσον και αν εδυνήθην (Συναξ. γαδ. 312)·
(εδώ αναφέρεται σε προηγ. αντων.
τοσούτος)
: εις την αντρείαν τοσούτος, όσο νομίζω ο καιρός να σε το αναδιδάξει (Λίβ. Esc. 84)·
β) (παρενθετικά) όσο, στο βαθμό που
: (Φαλιέρ., Ιστ. 504).
2) (Αναφέρεται σε επίθ. ή επίρρ. και εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. συμπερασμ. πρόταση) ώστε
: (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 162)·
ολίγον εκοκκίνιζε (ενν. η κόρη), όσον να πορφυρίζει (Διγ. Z 131).
3) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. παραβολική πρόταση) μ’ όποιο τρόπο, όπως
: να φύγουν (ενν. οι άρχοντες) όσον ημπορούν, όπως μη κιντυνέψουν (Χρον. Μορ. P 3853).
4) (Με ή χωρίς προσδιοριζόμενο επίρρ., συν. με επόμ. το
θε να, (κι αν) θέλει να εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. ενδοτική ή παραχωρ. πρόταση)
: όσο θε να χώνεσαι, κάτεχε κι εξανοίκτης (Φαλιέρ., Ιστ. 576· Ερωφ. Δ́ 390), (Αιτωλ., Μύθ. 5513).
5) (Με επόμ. τις προθ.
εις,
προς) όσον αφορά, σε σχέση με, ως προς
: είπα την: «όσον εις αυτό τίποτε μη λυπήσαι» (Λίβ. P 2401· Βέλθ. 544)·
(η πρόθ.
εις προηγείται)
: έκαμε (ενν. ο ράφτης) την αναφοράν εις τον βασιλέα εις όσον του εσυνέβη (Μπερτολδίνος 111).
6) (Με ουσ. προκ. για μέγεθος, διαστάσεις) ίσαμε, περίπου όσο
: (Χρον. σουλτ. 6128)·
έναι γαρ (ενν. το πουλίτσι) όσον καρυδίου μικρόν (Σταφ., Ιατροσ. 247)·
έκφρ.
όσον η δύναμις = όσο μπορεί κανείς (πβ.
δύναμις 3α έκφρ.)
: (Ιστ. Βλαχ. 1947).
7) (Με επόμ. το επίρρ.
μόνον για να δηλωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός)
: έδειξε (ενν. ο Χακέμ) μεγάλην ταπείνωσιν και άσκησιν, πλην όμως όλα πλαστά και ψεύτικα και όσον μόνον διά να πλανά τους πολλούς (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189)·
(στο σχ. όσο μόνε + ειδική πρόταση), βλ. μόνον Ά1β.
8) (Με την άρν.
ου) μόνο που δεν, πλην όμως
: (Πόλ. Τρωάδ. 7947).
[αρχ. επίρρ. όσον. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]