Griechische Definition zu ορθά
ορθά, επίρρ.
1) Σε όρθια στάση
: η ρήγαινα σηκώνεται ορθά (Ιμπ. 789).
2) α) Ίσια, κατευθείαν
: εδιάβηκαν ορθά εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 552· Βίος Αλ.2 105)·
β) (προκ. για ποταμό) κατά μήκος της όχθης
: εβάλθησαν (ενν. οι Τούρκοι) στον δρόμον ορθά στο παραπόταμον (Χρον. Μορ. P 5203)·
γ) ίσια, σε ευθεία γραμμή·
(εδώ μεταφ.) δίκαια, χωρίς πονηριά
: το φίδι πάντα δίδασκε να 'χει (ενν. ο κάβουρας) δικαιοσύνη και να περιπατεί ορθά (Αιτωλ., Μύθ. 694)·
δ) (προκ. για βλέμμα) ίσια, κατάματα
: ετήραν την εις τους οφθαλμούς ορθά (Διήγ. Αλ. V 25)·
ε) (μεταφ.) άφοβα
: το τέλος ήγγικεν, άνθρωπε … τα στάμενά σου τοις πτωχοίς μετά χαράς να δώσεις … και τον κριτήν τον φοβερόν ορθά να εντρανίσεις (Αλφ. (Μπουμπ.) I 40).
3) Χωρίς καθυστέρηση, αμέσως
: Ο Αλέξανδρος από του ύπνου ανέστη … και ορθά εκίνησεν εις την Ιερουσαλήμ (Διήγ. Αλ. V 66· Παλαμήδ., Βοηβ. 1093).
4) Μεταφ.
α) σωστά, όπως πρέπει
: (Σοφιαν., Παιδαγ. 101)·
να γνωρίσει ορθά και καθάρια τον … πλάστην του (Χριστ. διδασκ. 179)·
β) δίκαια
: (Σπαν. Β 305)·
έκρενε (ενν. ο Σολομών) τον λαόν … ορθά (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 206r).
Φρ.
1) Λέγω ορθά = μιλώ ειλικρινά, απερίφραστα
: (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 329).
2) Μιλώ ορθά, βλ. ομιλώ Φρ. 9.
[<επίθ. ορθός. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr