σχηματίζω altgriechisch σχηματίζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Είμαι αρκετά ορθολογιστής ώστε να μη σχηματίζω γνώμη βασισμένος σε δύο μόνο πειράματα. | Die wissenschaftliche Vernunft verbietet mir, mir aufgrund von zwei Experimenten eine Meinung zu bilden. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σχηματίζω | σχηματίζουμε, σχηματίζομε | σχηματίζομαι | σχηματιζόμαστε |
σχηματίζεις | σχηματίζετε | σχηματίζεσαι | σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε | ||
σχηματίζει | σχηματίζουν(ε) | σχηματίζεται | σχηματίζονται | ||
Imper fekt | σχημάτιζα | σχηματίζαμε | σχηματιζόμουν(α) | σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν | |
σχημάτιζες | σχηματίζατε | σχηματιζόσουν(α) | σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν | ||
σχημάτιζε | σχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε) | σχηματιζόταν(ε) | σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν | ||
Aorist | σχημάτισα | σχηματίσαμε | σχηματίστηκα | σχηματιστήκαμε | |
σχημάτισες | σχηματίσατε | σχηματίστηκες | σχηματιστήκατε | ||
σχημάτισε | σχημάτισαν, σχηματίσαν(ε) | σχηματίστηκε | σχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω σχηματίσει έχω σχηματισμένο | έχουμε σχηματίσει έχουμε σχηματισμένο | έχω σχηματιστεί είμαι σχηματισμένος, -η | έχουμε σχηματιστεί είμαστε σχηματισμένοι, -ες | |
έχεις σχηματίσει έχεις σχηματισμένο | έχετε σχηματίσει έχετε σχηματισμένο | έχεις σχηματιστεί είσαι σχηματισμένος, -η | έχετε σχηματιστεί είστε σχηματισμένοι, -ες | ||
έχει σχηματίσει έχει σχηματισμένο | έχουν σχηματίσει έχουν σχηματισμένο | έχει σχηματιστεί είναι σχηματισμένος, -η, -ο | έχουν σχηματιστεί είναι σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα σχηματίσει είχα σχηματισμένο | είχαμε σχηματίσει είχαμε σχηματισμένο | είχα σχηματιστεί ήμουν σχηματισμένος, -η | είχαμε σχηματιστεί ήμαστε σχηματισμένοι, -ες | |
είχες σχηματίσει είχες σχηματισμένο | είχατε σχηματίσει είχατε σχηματισμένο | είχες σχηματιστεί ήσουν σχηματισμένος, -η | είχατε σχηματιστεί ήσαστε σχηματισμένοι, -ες | ||
είχε σχηματίσει είχε σχηματισμένο | είχαν σχηματίσει είχαν σχηματισμένο | είχε σχηματιστεί ήταν σχηματισμένος, -η, -ο | είχαν σχηματιστεί ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα σχηματίζω | θα σχηματίζουμε, | θα σχηματίζομαι | θα σχηματιζόμαστε | |
θα σχηματίζεις | θα σχηματίζετε | θα σχηματίζεσαι | θα σχηματίζεστε, | ||
θα σχηματίζει | θα σχηματίζουν(ε) | θα σχηματίζεται | θα σχηματίζονται | ||
Fut ur | θα σχηματίσω | θα σχηματίσουμε, | θα σχηματιστώ | θα σχηματιστούμε | |
θα σχηματίσεις | θα σχηματίσετε | θα σχηματιστείς | θα σχηματιστείτε | ||
θα σχηματίσει | θα σχηματίσουν(ε) | θα σχηματιστεί | θα σχηματιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σχηματίζω | να σχηματίζουμε, | να σχηματίζομαι | να σχηματιζόμαστε |
να σχηματίζεις | να σχηματίζετε | να σχηματίζεσαι | να σχηματίζεστε, | ||
να σχηματίζει | να σχηματίζουν(ε) | να σχηματίζεται | να σχηματίζονται | ||
Aorist | να σχηματίσω | να σχηματίσουμε, | να σχηματιστώ | να σχηματιστούμε | |
να σχηματίσεις | να σχηματίσετε | να σχηματιστείς | να σχηματιστείτε | ||
να σχηματίσει | να σχηματίσουν(ε) | να σχηματιστεί | να σχηματιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω σχηματίσει | να έχουμε σχηματίσει | να έχω σχηματιστεί | να έχουμε σχηματιστεί | |
να έχεις σχηματίσει | να έχετε σχηματίσει | να έχεις σχηματιστεί | να έχετε σχηματιστεί | ||
να έχει σχηματίσει | να έχουν σχηματίσει | να έχει σχηματιστεί | να έχουν σχηματιστεί | ||
Imper ativ | Pres | σχημάτιζε | σχηματίζετε | σχηματίζεστε | |
Aorist | σχημάτισε | σχηματίστε | σχηματίσου | σχηματιστείτε | |
Part izip | Pres | σχηματίζοντας | σχηματιζόμενος | ||
Perf | έχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένο | σχηματισμένος, -η, -ο | σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σχηματίσει | σχηματιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bilde | ||
du | bildest | |||
er, sie, es | bildet | |||
Präteritum | ich | bildete | ||
Konjunktiv II | ich | bildete | ||
Imperativ | Singular | bilde! | ||
Plural | bildet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebildet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bilden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gestalte | ||
du | gestaltest | |||
er, sie, es | gestaltet | |||
Präteritum | ich | gestaltete | ||
Konjunktiv II | ich | gestaltete | ||
Imperativ | Singular | gestalt! gestalte! | ||
Plural | gestaltet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gestaltet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:gestalten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | forme | ||
du | formst | |||
er, sie, es | formt | |||
Präteritum | ich | formte | ||
Konjunktiv II | ich | formte | ||
Imperativ | Singular | form! forme! | ||
Plural | formt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geformt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:formen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zeichne | ||
du | zeichnest | |||
er, sie, es | zeichnet | |||
Präteritum | ich | zeichnete | ||
Konjunktiv II | ich | zeichnete | ||
Imperativ | Singular | zeichne! | ||
Plural | zeichnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezeichnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zeichnen |
σχηματίζω [sximatízo] -ομαι : 1α.δίνω σχήμα σε κτ., δίνω σε μια άμορφη μάζα ή σε μεμονωμένα στοιχεία την επιθυμητή ή την οριστική μορφή: σχηματίζω ένα σωρό με άμμο / με πέτρες. σχηματίζω τον αριθμό εκατόν είκοσι ένα. Στον ουρανό σχηματίστηκαν σύννεφα. || για κτ. που παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα: Tα νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες. Οι ήχοι σχηματίζουν φθόγγους. Οι λέξεις σχηματίζουν προτάσεις. || (παθ.) παίρνω την οριστική μορφή μου, που είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας: Tα όργανα του εμβρύου σχηματίζονται στα διάφορα στάδια της κύησης. Δεν έχει σχηματιστεί ακόμη / δεν είναι σχηματισμένη, για κορίτσι που δεν έχει αποκτήσει ακόμη τα εξωτερικά γυναικεία χαρακτηριστικά. Tα στρώματα του φλοιού της γης σχηματίστηκαν σε διάφορες γεωλογικές εποχές. || (μτφ.): σχηματίζω τη γνώμη / την πεποίθηση, συνδυάζω και αξιολογώ δεδομένα και καταλήγω σε κάποια άποψη. β. σχεδιάζω ένα σχήμα: σχηματίζω στον πίνακα ένα τετράγωνο. || τοποθετώ, διατάσσω πρόσωπα ή πράγματα έτσι ώστε να τους δώσω κάποιο σχήμα: Tα παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια και σχημάτισαν κύκλο. || σχηματίζω έναν αριθμό στο τηλέφωνο, επιλέγω έναν αριθμό στην τηλεφωνική συσκευή. γ. (γραμμ.) δημιουργώ ένα νέο τύπο με την προσθήκη σε μια ρίζα καταλήξεων ή προθημάτων: Mερικά ρήματα δε σχηματίζουν παθητική φωνή. δ. δημιουργώ κτ. εκ του μηδενός: Mε τη δουλειά του σχημάτισε μεγάλη περιουσία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.