σχηματίζω Verb  [schimatizo, sxhmatizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σχηματίζω

σχηματίζω altgriechisch σχηματίζω


GriechischDeutsch
Είμαι αρκετά ορθολογιστής ώστε να μη σχηματίζω γνώμη βασισμένος σε δύο μόνο πειράματα.Die wissenschaftliche Vernunft verbietet mir, mir aufgrund von zwei Experimenten eine Meinung zu bilden.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σχηματίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχηματίζωσχηματίζουμε, σχηματίζομεσχηματίζομαισχηματιζόμαστε
σχηματίζειςσχηματίζετεσχηματίζεσαισχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε
σχηματίζεισχηματίζουν(ε)σχηματίζεταισχηματίζονται
Imper
fekt
σχημάτιζασχηματίζαμεσχηματιζόμουν(α)σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν
σχημάτιζεςσχηματίζατεσχηματιζόσουν(α)σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν
σχημάτιζεσχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε)σχηματιζόταν(ε)σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν
Aoristσχημάτισασχηματίσαμεσχηματίστηκασχηματιστήκαμε
σχημάτισεςσχηματίσατεσχηματίστηκεςσχηματιστήκατε
σχημάτισεσχημάτισαν, σχηματίσαν(ε)σχηματίστηκεσχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχηματίσει
έχω σχηματισμένο
έχουμε σχηματίσει
έχουμε σχηματισμένο
έχω σχηματιστεί
είμαι σχηματισμένος, -η
έχουμε σχηματιστεί
είμαστε σχηματισμένοι, -ες
έχεις σχηματίσει
έχεις σχηματισμένο
έχετε σχηματίσει
έχετε σχηματισμένο
έχεις σχηματιστεί
είσαι σχηματισμένος, -η
έχετε σχηματιστεί
είστε σχηματισμένοι, -ες
έχει σχηματίσει
έχει σχηματισμένο
έχουν σχηματίσει
έχουν σχηματισμένο
έχει σχηματιστεί
είναι σχηματισμένος, -η, -ο
έχουν σχηματιστεί
είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχηματίσει
είχα σχηματισμένο
είχαμε σχηματίσει
είχαμε σχηματισμένο
είχα σχηματιστεί
ήμουν σχηματισμένος, -η
είχαμε σχηματιστεί
ήμαστε σχηματισμένοι, -ες
είχες σχηματίσει
είχες σχηματισμένο
είχατε σχηματίσει
είχατε σχηματισμένο
είχες σχηματιστεί
ήσουν σχηματισμένος, -η
είχατε σχηματιστεί
ήσαστε σχηματισμένοι, -ες
είχε σχηματίσει
είχε σχηματισμένο
είχαν σχηματίσει
είχαν σχηματισμένο
είχε σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένος, -η, -ο
είχαν σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχηματίζωθα σχηματίζουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματίζομαιθα σχηματιζόμαστε
θα σχηματίζειςθα σχηματίζετεθα σχηματίζεσαιθα σχηματίζεστε, θα σχηματιζόσαστε
θα σχηματίζειθα σχηματίζουν(ε)θα σχηματίζεταιθα σχηματίζονται
Fut
ur
θα σχηματίσωθα σχηματίσουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματιστώθα σχηματιστούμε
θα σχηματίσειςθα σχηματίσετεθα σχηματιστείςθα σχηματιστείτε
θα σχηματίσειθα σχηματίσουν(ε)θα σχηματιστείθα σχηματιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχηματίσει
θα έχω σχηματισμένο
θα έχουμε σχηματίσει
θα έχουμε σχηματισμένο
θα έχω σχηματιστεί
θα είμαι σχηματισμένος, -η
θα έχουμε σχηματιστεί
θα είμαστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχεις σχηματίσει
θα έχεις σχηματισμένο
θα έχετε σχηματίσει
θα έχετε σχηματισμένο
θα έχεις σχηματιστεί
θα είσαι σχηματισμένος, -η
θα έχετε σχηματιστεί
θα είστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχει σχηματίσει
θα έχει σχηματισμένο
θα έχουν σχηματίσει
θα έχουν σχηματισμένο
θα έχει σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένος, -η, -ο
θα έχουν σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχηματίζωνα σχηματίζουμε, να σχηματίζομενα σχηματίζομαινα σχηματιζόμαστε
να σχηματίζειςνα σχηματίζετενα σχηματίζεσαινα σχηματίζεστε, να σχηματιζόσαστε
να σχηματίζεινα σχηματίζουν(ε)να σχηματίζεταινα σχηματίζονται
Aoristνα σχηματίσωνα σχηματίσουμε, να σχηματίσομενα σχηματιστώνα σχηματιστούμε
να σχηματίσειςνα σχηματίσετενα σχηματιστείςνα σχηματιστείτε
να σχηματίσεινα σχηματίσουν(ε)να σχηματιστείνα σχηματιστούν(ε)
Perfνα έχω σχηματίσει
να έχω σχηματισμένο
να έχουμε σχηματίσει
να έχουμε σχηματισμένο
να έχω σχηματιστεί
να είμαι σχηματισμένος, -η
να έχουμε σχηματιστεί
να είμαστε σχηματισμένοι, -ες
να έχεις σχηματίσει
να έχεις σχηματισμένο
να έχετε σχηματίσει
να έχετε σχηματισμένο
να έχεις σχηματιστεί
να είσαι σχηματισμένος, -η
να έχετε σχηματιστεί
να είστε σχηματισμένοι, -ες
να έχει σχηματίσει
να έχει σχηματισμένο
να έχουν σχηματίσει
να έχουν σχηματισμένο
να έχει σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένος, -η, -ο
να έχουν σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχημάτιζεσχηματίζετεσχηματίζεστε
Aoristσχημάτισεσχηματίστεσχηματίσουσχηματιστείτε
Part
izip
Presσχηματίζονταςσχηματιζόμενος
Perfέχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένοσχηματισμένος, -η, -οσχηματισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχηματίσεισχηματιστεί











Griechische Definition zu σχηματίζω

σχηματίζω [sximatízo] -ομαι : 1α.δίνω σχήμα σε κτ., δίνω σε μια άμορφη μάζα ή σε μεμονωμένα στοιχεία την επιθυμητή ή την οριστική μορφή: σχηματίζω ένα σωρό με άμμο / με πέτρες. σχηματίζω τον αριθμό εκατόν είκοσι ένα. Στον ουρανό σχηματίστηκαν σύννεφα. || για κτ. που παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα: Tα νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες. Οι ήχοι σχηματίζουν φθόγγους. Οι λέξεις σχηματίζουν προτάσεις. || (παθ.) παίρνω την οριστική μορφή μου, που είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας: Tα όργανα του εμβρύου σχηματίζονται στα διάφορα στάδια της κύησης. Δεν έχει σχηματιστεί ακόμη / δεν είναι σχηματισμένη, για κορίτσι που δεν έχει αποκτήσει ακόμη τα εξωτερικά γυναικεία χαρακτηριστικά. Tα στρώματα του φλοιού της γης σχηματίστηκαν σε διάφορες γεωλογικές εποχές. || (μτφ.): σχηματίζω τη γνώμη / την πεποίθηση, συνδυάζω και αξιολογώ δεδομένα και καταλήγω σε κάποια άποψη. β. σχεδιάζω ένα σχήμα: σχηματίζω στον πίνακα ένα τετράγωνο. || τοποθετώ, διατάσσω πρόσωπα ή πράγματα έτσι ώστε να τους δώσω κάποιο σχήμα: Tα παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια και σχημάτισαν κύκλο. || σχηματίζω έναν αριθμό στο τηλέφωνο, επιλέγω έναν αριθμό στην τηλεφωνική συσκευή. γ. (γραμμ.) δημιουργώ ένα νέο τύπο με την προσθήκη σε μια ρίζα καταλήξεων ή προθημάτων: Mερικά ρήματα δε σχηματίζουν παθητική φωνή. δ. δημιουργώ κτ. εκ του μηδενός: Mε τη δουλειά του σχημάτισε μεγάλη περιουσία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback