Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich zückte meinen Stift und begann auf ihrem Kopf zu zeichnen und ich zeichnete eine Krone für sie. | Έβγαλα γρήγορα το στυλό μου, και άρχισα να ζωγραφίζω στο κεφάλι της και της ζωγράφισα ένα στέμμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich zeichnete von morgens bis abends. Und weil ich wusste, dass Humor in meiner Familie anerkannt wurde, konnte ich zeichnen und tun, was ich wollte, und musste nichts leisten, musste nicht reden ich war nämlich sehr schüchtern und bekam trotzdem Lob. | Ζωγράφιζα, και ζωγράφιζα και επειδή ήξερα ότι το χιούμορ ήταν αποδεκτό στην οικογένειά μου, μπορούσα να ζωγραφίζω, να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να χρειάζεται να το παρουσιάσω, χωρίς να χρειάζεται να πω κάτι γι" αυτό Übersetzung nicht bestätigt |
Ich hatte ein Buch, das einem zeigte, wie man Comics in der Art von Marvel zeichnete es brachte mir bei, wie man Superhelden zeichnet, wie man Frauen zeichnet, und wie man Muskeln ganz realitätsgetreu zeichnet, falls ich eines Tages für X-Men oder Spiderman zeichnen sollte. | Είχα ένα βιβλίο που έλεγε πώς να σχεδιάζεις κινούμενα σχέδια όπως η Μαρβέλ και έμαθα πώς να ζωγραφίζω υπερήρωες, πώς να ζωγραφίζω μια γυναίκα, πώς να ζωγραφίζω τους μυς του σώματος, όπως ακριβώς έπρεπε να είναι, αν ποτέ ζωγράφιζα τον X-Men ή το Spiderman. Übersetzung nicht bestätigt |
Anstatt das Gesicht einer Person zu malen, also die Form zu zeichnen, richte ich das Auge auf sie, schreibe die verschiedenen Töne auf und erschaffe so ein Klang-Portrait. | Αντί να ζωγραφίζω το πρόσωπο κάποιου, να ζωγραφίζω το σχήμα, στρέφω το μάτι σ' αυτούς και γράφω τις νότες που ακούω και μετά δημιουργώ ηχητικά πορτρέτα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
zeichnen |
malen |
bildlich darstellen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zeichne | ||
du | zeichnest | |||
er, sie, es | zeichnet | |||
Präteritum | ich | zeichnete | ||
Konjunktiv II | ich | zeichnete | ||
Imperativ | Singular | zeichne! | ||
Plural | zeichnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezeichnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zeichnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ζωγραφίζω | ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | ζωγραφίζομαι | ζωγραφιζόμαστε |
ζωγραφίζεις | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεσαι | ζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε | ||
ζωγραφίζει | ζωγραφίζουν(ε) | ζωγραφίζεται | ζωγραφίζονται | ||
Imper fekt | ζωγράφιζα | ζωγραφίζαμε | ζωγραφιζόμουν(α) | ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν | |
ζωγράφιζες | ζωγραφίζατε | ζωγραφιζόσουν(α) | ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν | ||
ζωγράφιζε | ζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε) | ζωγραφιζόταν(ε) | ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν | ||
Aorist | ζωγράφισα | ζωγραφίσαμε | ζωγραφίστηκα | ζωγραφιστήκαμε | |
ζωγράφισες | ζωγραφίσατε | ζωγραφίστηκες | ζωγραφιστήκατε | ||
ζωγράφισε | ζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε) | ζωγραφίστηκε | ζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ζωγραφίσει έχω ζωγραφισμένο | έχουμε ζωγραφίσει έχουμε ζωγραφισμένο | έχω ζωγραφιστεί είμαι ζωγραφισμένος, -η | έχουμε ζωγραφιστεί είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
έχεις ζωγραφίσει έχεις ζωγραφισμένο | έχετε ζωγραφίσει έχετε ζωγραφισμένο | έχεις ζωγραφιστεί είσαι ζωγραφισμένος, -η | έχετε ζωγραφιστεί είστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
έχει ζωγραφίσει έχει ζωγραφισμένο | έχουν ζωγραφίσει έχουν ζωγραφισμένο | έχει ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο | έχουν ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ζωγραφίσει είχα ζωγραφισμένο | είχαμε ζωγραφίσει είχαμε ζωγραφισμένο | είχα ζωγραφιστεί ήμουν ζωγραφισμένος, -η | είχαμε ζωγραφιστεί ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
είχες ζωγραφίσει είχες ζωγραφισμένο | είχατε ζωγραφίσει είχατε ζωγραφισμένο | είχες ζωγραφιστεί ήσουν ζωγραφισμένος, -η | είχατε ζωγραφιστεί ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
είχε ζωγραφίσει είχε ζωγραφισμένο | είχαν ζωγραφίσει είχαν ζωγραφισμένο | είχε ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο | είχαν ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ζωγραφίζω | θα ζωγραφίζουμε, | θα ζωγραφίζομαι | θα ζωγραφιζόμαστε | |
θα ζωγραφίζεις | θα ζωγραφίζετε | θα ζωγραφίζεσαι | θα ζωγραφίζεστε, | ||
θα ζωγραφίζει | θα ζωγραφίζουν(ε) | θα ζωγραφίζεται | θα ζωγραφίζονται | ||
Fut ur | θα ζωγραφίσω | θα ζωγραφίσουμε, | θα ζωγραφιστώ | θα ζωγραφιστούμε | |
θα ζωγραφίσεις | θα ζωγραφίσετε | θα ζωγραφιστείς | θα ζωγραφιστείτε | ||
θα ζωγραφίσει | θα ζωγραφίσουν(ε) | θα ζωγραφιστεί | θα ζωγραφιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ζωγραφίζω | να ζωγραφίζουμε, | να ζωγραφίζομαι | να ζωγραφιζόμαστε |
να ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζεσαι | να ζωγραφίζεστε, | ||
να ζωγραφίζει | να ζωγραφίζουν(ε) | να ζωγραφίζεται | να ζωγραφίζονται | ||
Aorist | να ζωγραφίσω | να ζωγραφίσουμε, | να ζωγραφιστώ | να ζωγραφιστούμε | |
να ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσετε | να ζωγραφιστείς | να ζωγραφιστείτε | ||
να ζωγραφίσει | να ζωγραφίσουν(ε) | να ζωγραφιστεί | να ζωγραφιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφιστεί | να έχουμε ζωγραφιστεί | |
να έχεις ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφιστεί | να έχετε ζωγραφιστεί | ||
να έχει ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφιστεί | να έχουν ζωγραφιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ζωγράφιζε | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεστε | |
Aorist | ζωγράφισε | ζωγραφίστε | ζωγραφίσου | ζωγραφιστείτε | |
Part izip | Pres | ζωγραφίζοντας | ζωγραφιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένο | ζωγραφισμένος, -η, -ο | ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ζωγραφίσει | ζωγραφιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σχηματίζω | σχηματίζουμε, σχηματίζομε | σχηματίζομαι | σχηματιζόμαστε |
σχηματίζεις | σχηματίζετε | σχηματίζεσαι | σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε | ||
σχηματίζει | σχηματίζουν(ε) | σχηματίζεται | σχηματίζονται | ||
Imper fekt | σχημάτιζα | σχηματίζαμε | σχηματιζόμουν(α) | σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν | |
σχημάτιζες | σχηματίζατε | σχηματιζόσουν(α) | σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν | ||
σχημάτιζε | σχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε) | σχηματιζόταν(ε) | σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν | ||
Aorist | σχημάτισα | σχηματίσαμε | σχηματίστηκα | σχηματιστήκαμε | |
σχημάτισες | σχηματίσατε | σχηματίστηκες | σχηματιστήκατε | ||
σχημάτισε | σχημάτισαν, σχηματίσαν(ε) | σχηματίστηκε | σχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω σχηματίσει έχω σχηματισμένο | έχουμε σχηματίσει έχουμε σχηματισμένο | έχω σχηματιστεί είμαι σχηματισμένος, -η | έχουμε σχηματιστεί είμαστε σχηματισμένοι, -ες | |
έχεις σχηματίσει έχεις σχηματισμένο | έχετε σχηματίσει έχετε σχηματισμένο | έχεις σχηματιστεί είσαι σχηματισμένος, -η | έχετε σχηματιστεί είστε σχηματισμένοι, -ες | ||
έχει σχηματίσει έχει σχηματισμένο | έχουν σχηματίσει έχουν σχηματισμένο | έχει σχηματιστεί είναι σχηματισμένος, -η, -ο | έχουν σχηματιστεί είναι σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα σχηματίσει είχα σχηματισμένο | είχαμε σχηματίσει είχαμε σχηματισμένο | είχα σχηματιστεί ήμουν σχηματισμένος, -η | είχαμε σχηματιστεί ήμαστε σχηματισμένοι, -ες | |
είχες σχηματίσει είχες σχηματισμένο | είχατε σχηματίσει είχατε σχηματισμένο | είχες σχηματιστεί ήσουν σχηματισμένος, -η | είχατε σχηματιστεί ήσαστε σχηματισμένοι, -ες | ||
είχε σχηματίσει είχε σχηματισμένο | είχαν σχηματίσει είχαν σχηματισμένο | είχε σχηματιστεί ήταν σχηματισμένος, -η, -ο | είχαν σχηματιστεί ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα σχηματίζω | θα σχηματίζουμε, | θα σχηματίζομαι | θα σχηματιζόμαστε | |
θα σχηματίζεις | θα σχηματίζετε | θα σχηματίζεσαι | θα σχηματίζεστε, | ||
θα σχηματίζει | θα σχηματίζουν(ε) | θα σχηματίζεται | θα σχηματίζονται | ||
Fut ur | θα σχηματίσω | θα σχηματίσουμε, | θα σχηματιστώ | θα σχηματιστούμε | |
θα σχηματίσεις | θα σχηματίσετε | θα σχηματιστείς | θα σχηματιστείτε | ||
θα σχηματίσει | θα σχηματίσουν(ε) | θα σχηματιστεί | θα σχηματιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σχηματίζω | να σχηματίζουμε, | να σχηματίζομαι | να σχηματιζόμαστε |
να σχηματίζεις | να σχηματίζετε | να σχηματίζεσαι | να σχηματίζεστε, | ||
να σχηματίζει | να σχηματίζουν(ε) | να σχηματίζεται | να σχηματίζονται | ||
Aorist | να σχηματίσω | να σχηματίσουμε, | να σχηματιστώ | να σχηματιστούμε | |
να σχηματίσεις | να σχηματίσετε | να σχηματιστείς | να σχηματιστείτε | ||
να σχηματίσει | να σχηματίσουν(ε) | να σχηματιστεί | να σχηματιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω σχηματίσει | να έχουμε σχηματίσει | να έχω σχηματιστεί | να έχουμε σχηματιστεί | |
να έχεις σχηματίσει | να έχετε σχηματίσει | να έχεις σχηματιστεί | να έχετε σχηματιστεί | ||
να έχει σχηματίσει | να έχουν σχηματίσει | να έχει σχηματιστεί | να έχουν σχηματιστεί | ||
Imper ativ | Pres | σχημάτιζε | σχηματίζετε | σχηματίζεστε | |
Aorist | σχημάτισε | σχηματίστε | σχηματίσου | σχηματιστείτε | |
Part izip | Pres | σχηματίζοντας | σχηματιζόμενος | ||
Perf | έχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένο | σχηματισμένος, -η, -ο | σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σχηματίσει | σχηματιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.