zeichnen
 Verb

ζωγραφίζω Verb
(15)
σχεδιάζω Verb
(9)
σχηματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich zückte meinen Stift und begann auf ihrem Kopf zu zeichnen und ich zeichnete eine Krone für sie.Έβγαλα γρήγορα το στυλό μου, και άρχισα να ζωγραφίζω στο κεφάλι της και της ζωγράφισα ένα στέμμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich zeichnete von morgens bis abends. Und weil ich wusste, dass Humor in meiner Familie anerkannt wurde, konnte ich zeichnen und tun, was ich wollte, und musste nichts leisten, musste nicht reden ich war nämlich sehr schüchtern und bekam trotzdem Lob.Ζωγράφιζα, και ζωγράφιζα και επειδή ήξερα ότι το χιούμορ ήταν αποδεκτό στην οικογένειά μου, μπορούσα να ζωγραφίζω, να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να χρειάζεται να το παρουσιάσω, χωρίς να χρειάζεται να πω κάτι γι" αυτό

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hatte ein Buch, das einem zeigte, wie man Comics in der Art von Marvel zeichnete es brachte mir bei, wie man Superhelden zeichnet, wie man Frauen zeichnet, und wie man Muskeln ganz realitätsgetreu zeichnet, falls ich eines Tages für X-Men oder Spiderman zeichnen sollte.Είχα ένα βιβλίο που έλεγε πώς να σχεδιάζεις κινούμενα σχέδια όπως η Μαρβέλ και έμαθα πώς να ζωγραφίζω υπερήρωες, πώς να ζωγραφίζω μια γυναίκα, πώς να ζωγραφίζω τους μυς του σώματος, όπως ακριβώς έπρεπε να είναι, αν ποτέ ζωγράφιζα τον X-Men ή το Spiderman.

Übersetzung nicht bestätigt

Anstatt das Gesicht einer Person zu malen, also die Form zu zeichnen, richte ich das Auge auf sie, schreibe die verschiedenen Töne auf und erschaffe so ein Klang-Portrait.Αντί να ζωγραφίζω το πρόσωπο κάποιου, να ζωγραφίζω το σχήμα, στρέφω το μάτι σ' αυτούς και γράφω τις νότες που ακούω και μετά δημιουργώ ηχητικά πορτρέτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζωγραφίζωζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομεζωγραφίζομαιζωγραφιζόμαστε
ζωγραφίζειςζωγραφίζετεζωγραφίζεσαιζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε
ζωγραφίζειζωγραφίζουν(ε)ζωγραφίζεταιζωγραφίζονται
Imper
fekt
ζωγράφιζαζωγραφίζαμεζωγραφιζόμουν(α)ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν
ζωγράφιζεςζωγραφίζατεζωγραφιζόσουν(α)ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν
ζωγράφιζεζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε)ζωγραφιζόταν(ε)ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν
Aoristζωγράφισαζωγραφίσαμεζωγραφίστηκαζωγραφιστήκαμε
ζωγράφισεςζωγραφίσατεζωγραφίστηκεςζωγραφιστήκατε
ζωγράφισεζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε)ζωγραφίστηκεζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζωγραφίσει
έχω ζωγραφισμένο
έχουμε ζωγραφίσει
έχουμε ζωγραφισμένο
έχω ζωγραφιστεί
είμαι ζωγραφισμένος, -η
έχουμε ζωγραφιστεί
είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχεις ζωγραφίσει
έχεις ζωγραφισμένο
έχετε ζωγραφίσει
έχετε ζωγραφισμένο
έχεις ζωγραφιστεί
είσαι ζωγραφισμένος, -η
έχετε ζωγραφιστεί
είστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχει ζωγραφίσει
έχει ζωγραφισμένο
έχουν ζωγραφίσει
έχουν ζωγραφισμένο
έχει ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
έχουν ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζωγραφίσει
είχα ζωγραφισμένο
είχαμε ζωγραφίσει
είχαμε ζωγραφισμένο
είχα ζωγραφιστεί
ήμουν ζωγραφισμένος, -η
είχαμε ζωγραφιστεί
ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχες ζωγραφίσει
είχες ζωγραφισμένο
είχατε ζωγραφίσει
είχατε ζωγραφισμένο
είχες ζωγραφιστεί
ήσουν ζωγραφισμένος, -η
είχατε ζωγραφιστεί
ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχε ζωγραφίσει
είχε ζωγραφισμένο
είχαν ζωγραφίσει
είχαν ζωγραφισμένο
είχε ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο
είχαν ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζωγραφίζωθα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφίζομαιθα ζωγραφιζόμαστε
θα ζωγραφίζειςθα ζωγραφίζετεθα ζωγραφίζεσαιθα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφιζόσαστε
θα ζωγραφίζειθα ζωγραφίζουν(ε)θα ζωγραφίζεταιθα ζωγραφίζονται
Fut
ur
θα ζωγραφίσωθα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφιστώθα ζωγραφιστούμε
θα ζωγραφίσειςθα ζωγραφίσετεθα ζωγραφιστείςθα ζωγραφιστείτε
θα ζωγραφίσειθα ζωγραφίσουν(ε)θα ζωγραφιστείθα ζωγραφιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζωγραφίσει
θα έχω ζωγραφισμένο
θα έχουμε ζωγραφίσει
θα έχουμε ζωγραφισμένο
θα έχω ζωγραφιστεί
θα είμαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχουμε ζωγραφιστεί
θα είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχεις ζωγραφίσει
θα έχεις ζωγραφισμένο
θα έχετε ζωγραφίσει
θα έχετε ζωγραφισμένο
θα έχεις ζωγραφιστεί
θα είσαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχετε ζωγραφιστεί
θα είστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχει ζωγραφίσει
θα έχει ζωγραφισμένο
θα έχουν ζωγραφίσει
θα έχουν ζωγραφισμένο
θα έχει ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζωγραφίζωνα ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζομενα ζωγραφίζομαινα ζωγραφιζόμαστε
να ζωγραφίζειςνα ζωγραφίζετενα ζωγραφίζεσαινα ζωγραφίζεστε, να ζωγραφιζόσαστε
να ζωγραφίζεινα ζωγραφίζουν(ε)να ζωγραφίζεταινα ζωγραφίζονται
Aoristνα ζωγραφίσωνα ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσομενα ζωγραφιστώνα ζωγραφιστούμε
να ζωγραφίσειςνα ζωγραφίσετενα ζωγραφιστείςνα ζωγραφιστείτε
να ζωγραφίσεινα ζωγραφίσουν(ε)να ζωγραφιστείνα ζωγραφιστούν(ε)
Perfνα έχω ζωγραφίσει
να έχω ζωγραφισμένο
να έχουμε ζωγραφίσει
να έχουμε ζωγραφισμένο
να έχω ζωγραφιστεί
να είμαι ζωγραφισμένος, -η
να έχουμε ζωγραφιστεί
να είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχεις ζωγραφίσει
να έχεις ζωγραφισμένο
να έχετε ζωγραφίσει
να έχετε ζωγραφισμένο
να έχεις ζωγραφιστεί
να είσαι ζωγραφισμένος, -η
να έχετε ζωγραφιστεί
να είστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχει ζωγραφίσει
να έχει ζωγραφισμένο
να έχουν ζωγραφίσει
να έχουν ζωγραφισμένο
να έχει ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
να έχουν ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζωγράφιζεζωγραφίζετεζωγραφίζεστε
Aoristζωγράφισεζωγραφίστεζωγραφίσουζωγραφιστείτε
Part
izip
Presζωγραφίζονταςζωγραφιζόμενος
Perfέχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένοζωγραφισμένος, -η, -οζωγραφισμένοι, -ες, -α
InfinAoristζωγραφίσειζωγραφιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχηματίζωσχηματίζουμε, σχηματίζομεσχηματίζομαισχηματιζόμαστε
σχηματίζειςσχηματίζετεσχηματίζεσαισχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε
σχηματίζεισχηματίζουν(ε)σχηματίζεταισχηματίζονται
Imper
fekt
σχημάτιζασχηματίζαμεσχηματιζόμουν(α)σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν
σχημάτιζεςσχηματίζατεσχηματιζόσουν(α)σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν
σχημάτιζεσχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε)σχηματιζόταν(ε)σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν
Aoristσχημάτισασχηματίσαμεσχηματίστηκασχηματιστήκαμε
σχημάτισεςσχηματίσατεσχηματίστηκεςσχηματιστήκατε
σχημάτισεσχημάτισαν, σχηματίσαν(ε)σχηματίστηκεσχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχηματίσει
έχω σχηματισμένο
έχουμε σχηματίσει
έχουμε σχηματισμένο
έχω σχηματιστεί
είμαι σχηματισμένος, -η
έχουμε σχηματιστεί
είμαστε σχηματισμένοι, -ες
έχεις σχηματίσει
έχεις σχηματισμένο
έχετε σχηματίσει
έχετε σχηματισμένο
έχεις σχηματιστεί
είσαι σχηματισμένος, -η
έχετε σχηματιστεί
είστε σχηματισμένοι, -ες
έχει σχηματίσει
έχει σχηματισμένο
έχουν σχηματίσει
έχουν σχηματισμένο
έχει σχηματιστεί
είναι σχηματισμένος, -η, -ο
έχουν σχηματιστεί
είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχηματίσει
είχα σχηματισμένο
είχαμε σχηματίσει
είχαμε σχηματισμένο
είχα σχηματιστεί
ήμουν σχηματισμένος, -η
είχαμε σχηματιστεί
ήμαστε σχηματισμένοι, -ες
είχες σχηματίσει
είχες σχηματισμένο
είχατε σχηματίσει
είχατε σχηματισμένο
είχες σχηματιστεί
ήσουν σχηματισμένος, -η
είχατε σχηματιστεί
ήσαστε σχηματισμένοι, -ες
είχε σχηματίσει
είχε σχηματισμένο
είχαν σχηματίσει
είχαν σχηματισμένο
είχε σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένος, -η, -ο
είχαν σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχηματίζωθα σχηματίζουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματίζομαιθα σχηματιζόμαστε
θα σχηματίζειςθα σχηματίζετεθα σχηματίζεσαιθα σχηματίζεστε, θα σχηματιζόσαστε
θα σχηματίζειθα σχηματίζουν(ε)θα σχηματίζεταιθα σχηματίζονται
Fut
ur
θα σχηματίσωθα σχηματίσουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματιστώθα σχηματιστούμε
θα σχηματίσειςθα σχηματίσετεθα σχηματιστείςθα σχηματιστείτε
θα σχηματίσειθα σχηματίσουν(ε)θα σχηματιστείθα σχηματιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχηματίσει
θα έχω σχηματισμένο
θα έχουμε σχηματίσει
θα έχουμε σχηματισμένο
θα έχω σχηματιστεί
θα είμαι σχηματισμένος, -η
θα έχουμε σχηματιστεί
θα είμαστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχεις σχηματίσει
θα έχεις σχηματισμένο
θα έχετε σχηματίσει
θα έχετε σχηματισμένο
θα έχεις σχηματιστεί
θα είσαι σχηματισμένος, -η
θα έχετε σχηματιστεί
θα είστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχει σχηματίσει
θα έχει σχηματισμένο
θα έχουν σχηματίσει
θα έχουν σχηματισμένο
θα έχει σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένος, -η, -ο
θα έχουν σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχηματίζωνα σχηματίζουμε, να σχηματίζομενα σχηματίζομαινα σχηματιζόμαστε
να σχηματίζειςνα σχηματίζετενα σχηματίζεσαινα σχηματίζεστε, να σχηματιζόσαστε
να σχηματίζεινα σχηματίζουν(ε)να σχηματίζεταινα σχηματίζονται
Aoristνα σχηματίσωνα σχηματίσουμε, να σχηματίσομενα σχηματιστώνα σχηματιστούμε
να σχηματίσειςνα σχηματίσετενα σχηματιστείςνα σχηματιστείτε
να σχηματίσεινα σχηματίσουν(ε)να σχηματιστείνα σχηματιστούν(ε)
Perfνα έχω σχηματίσει
να έχω σχηματισμένο
να έχουμε σχηματίσει
να έχουμε σχηματισμένο
να έχω σχηματιστεί
να είμαι σχηματισμένος, -η
να έχουμε σχηματιστεί
να είμαστε σχηματισμένοι, -ες
να έχεις σχηματίσει
να έχεις σχηματισμένο
να έχετε σχηματίσει
να έχετε σχηματισμένο
να έχεις σχηματιστεί
να είσαι σχηματισμένος, -η
να έχετε σχηματιστεί
να είστε σχηματισμένοι, -ες
να έχει σχηματίσει
να έχει σχηματισμένο
να έχουν σχηματίσει
να έχουν σχηματισμένο
να έχει σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένος, -η, -ο
να έχουν σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχημάτιζεσχηματίζετεσχηματίζεστε
Aoristσχημάτισεσχηματίστεσχηματίσουσχηματιστείτε
Part
izip
Presσχηματίζονταςσχηματιζόμενος
Perfέχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένοσχηματισμένος, -η, -οσχηματισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχηματίσεισχηματιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback