Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich begann sogar Tänzer zu malen. | Άρχισα να ζωγραφίζω ακόμα και χορεύτριες. Übersetzung nicht bestätigt |
Dann sagte ich, alles gut und schön, aber ich will malen können wie ein echter Maler. | Μετά είπα, καλά όλα αυτά, αλλά θέλω να ζωγραφίζω σαν πραγματικός ζωγράφος. Übersetzung nicht bestätigt |
Eigentlich begann ich auf allem zu malen, und ich begann sie in der Stadt herum zu schicken. | Και, στην πραγματικότητα, άρχισα να ζωγραφίζω σε οτιδήποτε, και άρχισα να τους στέλνω σε διάφορα σημεία της πόλης. Übersetzung nicht bestätigt |
Als ich klein war, wollte ich nichts anderes tun, als Pferde zu malen. | Ξέρετε, το μόνο που ήθελα να κάνω όταν ήμουν μικρή ήταν να ζωγραφίζω άλογα. Übersetzung nicht bestätigt |
Anstatt das Gesicht einer Person zu malen, also die Form zu zeichnen, richte ich das Auge auf sie, schreibe die verschiedenen Töne auf und erschaffe so ein Klang-Portrait. | Αντί να ζωγραφίζω το πρόσωπο κάποιου, να ζωγραφίζω το σχήμα, στρέφω το μάτι σ' αυτούς και γράφω τις νότες που ακούω και μετά δημιουργώ ηχητικά πορτρέτα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
zeichnen |
malen |
bildlich darstellen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | male | ||
du | malst | |||
er, sie, es | malt | |||
Präteritum | ich | malte | ||
Konjunktiv II | ich | malte | ||
Imperativ | Singular | male! mal! | ||
Plural | malt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemalt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:malen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ζωγραφίζω | ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | ζωγραφίζομαι | ζωγραφιζόμαστε |
ζωγραφίζεις | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεσαι | ζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε | ||
ζωγραφίζει | ζωγραφίζουν(ε) | ζωγραφίζεται | ζωγραφίζονται | ||
Imper fekt | ζωγράφιζα | ζωγραφίζαμε | ζωγραφιζόμουν(α) | ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν | |
ζωγράφιζες | ζωγραφίζατε | ζωγραφιζόσουν(α) | ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν | ||
ζωγράφιζε | ζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε) | ζωγραφιζόταν(ε) | ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν | ||
Aorist | ζωγράφισα | ζωγραφίσαμε | ζωγραφίστηκα | ζωγραφιστήκαμε | |
ζωγράφισες | ζωγραφίσατε | ζωγραφίστηκες | ζωγραφιστήκατε | ||
ζωγράφισε | ζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε) | ζωγραφίστηκε | ζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ζωγραφίσει έχω ζωγραφισμένο | έχουμε ζωγραφίσει έχουμε ζωγραφισμένο | έχω ζωγραφιστεί είμαι ζωγραφισμένος, -η | έχουμε ζωγραφιστεί είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
έχεις ζωγραφίσει έχεις ζωγραφισμένο | έχετε ζωγραφίσει έχετε ζωγραφισμένο | έχεις ζωγραφιστεί είσαι ζωγραφισμένος, -η | έχετε ζωγραφιστεί είστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
έχει ζωγραφίσει έχει ζωγραφισμένο | έχουν ζωγραφίσει έχουν ζωγραφισμένο | έχει ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο | έχουν ζωγραφιστεί είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ζωγραφίσει είχα ζωγραφισμένο | είχαμε ζωγραφίσει είχαμε ζωγραφισμένο | είχα ζωγραφιστεί ήμουν ζωγραφισμένος, -η | είχαμε ζωγραφιστεί ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες | |
είχες ζωγραφίσει είχες ζωγραφισμένο | είχατε ζωγραφίσει είχατε ζωγραφισμένο | είχες ζωγραφιστεί ήσουν ζωγραφισμένος, -η | είχατε ζωγραφιστεί ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες | ||
είχε ζωγραφίσει είχε ζωγραφισμένο | είχαν ζωγραφίσει είχαν ζωγραφισμένο | είχε ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο | είχαν ζωγραφιστεί ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ζωγραφίζω | θα ζωγραφίζουμε, | θα ζωγραφίζομαι | θα ζωγραφιζόμαστε | |
θα ζωγραφίζεις | θα ζωγραφίζετε | θα ζωγραφίζεσαι | θα ζωγραφίζεστε, | ||
θα ζωγραφίζει | θα ζωγραφίζουν(ε) | θα ζωγραφίζεται | θα ζωγραφίζονται | ||
Fut ur | θα ζωγραφίσω | θα ζωγραφίσουμε, | θα ζωγραφιστώ | θα ζωγραφιστούμε | |
θα ζωγραφίσεις | θα ζωγραφίσετε | θα ζωγραφιστείς | θα ζωγραφιστείτε | ||
θα ζωγραφίσει | θα ζωγραφίσουν(ε) | θα ζωγραφιστεί | θα ζωγραφιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ζωγραφίζω | να ζωγραφίζουμε, | να ζωγραφίζομαι | να ζωγραφιζόμαστε |
να ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζεσαι | να ζωγραφίζεστε, | ||
να ζωγραφίζει | να ζωγραφίζουν(ε) | να ζωγραφίζεται | να ζωγραφίζονται | ||
Aorist | να ζωγραφίσω | να ζωγραφίσουμε, | να ζωγραφιστώ | να ζωγραφιστούμε | |
να ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσετε | να ζωγραφιστείς | να ζωγραφιστείτε | ||
να ζωγραφίσει | να ζωγραφίσουν(ε) | να ζωγραφιστεί | να ζωγραφιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφιστεί | να έχουμε ζωγραφιστεί | |
να έχεις ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφιστεί | να έχετε ζωγραφιστεί | ||
να έχει ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφιστεί | να έχουν ζωγραφιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ζωγράφιζε | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζεστε | |
Aorist | ζωγράφισε | ζωγραφίστε | ζωγραφίσου | ζωγραφιστείτε | |
Part izip | Pres | ζωγραφίζοντας | ζωγραφιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένο | ζωγραφισμένος, -η, -ο | ζωγραφισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ζωγραφίσει | ζωγραφιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.