malen
 Verb

ζωγραφίζω Verb
(65)
χρωματίζω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Ich begann sogar Tänzer zu malen.Άρχισα να ζωγραφίζω ακόμα και χορεύτριες.

Übersetzung nicht bestätigt

Dann sagte ich, alles gut und schön, aber ich will malen können wie ein echter Maler.Μετά είπα, καλά όλα αυτά, αλλά θέλω να ζωγραφίζω σαν πραγματικός ζωγράφος.

Übersetzung nicht bestätigt

Eigentlich begann ich auf allem zu malen, und ich begann sie in der Stadt herum zu schicken.Και, στην πραγματικότητα, άρχισα να ζωγραφίζω σε οτιδήποτε, και άρχισα να τους στέλνω σε διάφορα σημεία της πόλης.

Übersetzung nicht bestätigt

Als ich klein war, wollte ich nichts anderes tun, als Pferde zu malen.Ξέρετε, το μόνο που ήθελα να κάνω όταν ήμουν μικρή ήταν να ζωγραφίζω άλογα.

Übersetzung nicht bestätigt

Anstatt das Gesicht einer Person zu malen, also die Form zu zeichnen, richte ich das Auge auf sie, schreibe die verschiedenen Töne auf und erschaffe so ein Klang-Portrait.Αντί να ζωγραφίζω το πρόσωπο κάποιου, να ζωγραφίζω το σχήμα, στρέφω το μάτι σ' αυτούς και γράφω τις νότες που ακούω και μετά δημιουργώ ηχητικά πορτρέτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζωγραφίζωζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομεζωγραφίζομαιζωγραφιζόμαστε
ζωγραφίζειςζωγραφίζετεζωγραφίζεσαιζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε
ζωγραφίζειζωγραφίζουν(ε)ζωγραφίζεταιζωγραφίζονται
Imper
fekt
ζωγράφιζαζωγραφίζαμεζωγραφιζόμουν(α)ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν
ζωγράφιζεςζωγραφίζατεζωγραφιζόσουν(α)ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν
ζωγράφιζεζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε)ζωγραφιζόταν(ε)ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν
Aoristζωγράφισαζωγραφίσαμεζωγραφίστηκαζωγραφιστήκαμε
ζωγράφισεςζωγραφίσατεζωγραφίστηκεςζωγραφιστήκατε
ζωγράφισεζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε)ζωγραφίστηκεζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζωγραφίσει
έχω ζωγραφισμένο
έχουμε ζωγραφίσει
έχουμε ζωγραφισμένο
έχω ζωγραφιστεί
είμαι ζωγραφισμένος, -η
έχουμε ζωγραφιστεί
είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχεις ζωγραφίσει
έχεις ζωγραφισμένο
έχετε ζωγραφίσει
έχετε ζωγραφισμένο
έχεις ζωγραφιστεί
είσαι ζωγραφισμένος, -η
έχετε ζωγραφιστεί
είστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχει ζωγραφίσει
έχει ζωγραφισμένο
έχουν ζωγραφίσει
έχουν ζωγραφισμένο
έχει ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
έχουν ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζωγραφίσει
είχα ζωγραφισμένο
είχαμε ζωγραφίσει
είχαμε ζωγραφισμένο
είχα ζωγραφιστεί
ήμουν ζωγραφισμένος, -η
είχαμε ζωγραφιστεί
ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχες ζωγραφίσει
είχες ζωγραφισμένο
είχατε ζωγραφίσει
είχατε ζωγραφισμένο
είχες ζωγραφιστεί
ήσουν ζωγραφισμένος, -η
είχατε ζωγραφιστεί
ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχε ζωγραφίσει
είχε ζωγραφισμένο
είχαν ζωγραφίσει
είχαν ζωγραφισμένο
είχε ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο
είχαν ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζωγραφίζωθα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφίζομαιθα ζωγραφιζόμαστε
θα ζωγραφίζειςθα ζωγραφίζετεθα ζωγραφίζεσαιθα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφιζόσαστε
θα ζωγραφίζειθα ζωγραφίζουν(ε)θα ζωγραφίζεταιθα ζωγραφίζονται
Fut
ur
θα ζωγραφίσωθα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίζομεθα ζωγραφιστώθα ζωγραφιστούμε
θα ζωγραφίσειςθα ζωγραφίσετεθα ζωγραφιστείςθα ζωγραφιστείτε
θα ζωγραφίσειθα ζωγραφίσουν(ε)θα ζωγραφιστείθα ζωγραφιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζωγραφίσει
θα έχω ζωγραφισμένο
θα έχουμε ζωγραφίσει
θα έχουμε ζωγραφισμένο
θα έχω ζωγραφιστεί
θα είμαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχουμε ζωγραφιστεί
θα είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχεις ζωγραφίσει
θα έχεις ζωγραφισμένο
θα έχετε ζωγραφίσει
θα έχετε ζωγραφισμένο
θα έχεις ζωγραφιστεί
θα είσαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχετε ζωγραφιστεί
θα είστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχει ζωγραφίσει
θα έχει ζωγραφισμένο
θα έχουν ζωγραφίσει
θα έχουν ζωγραφισμένο
θα έχει ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζωγραφίζωνα ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζομενα ζωγραφίζομαινα ζωγραφιζόμαστε
να ζωγραφίζειςνα ζωγραφίζετενα ζωγραφίζεσαινα ζωγραφίζεστε, να ζωγραφιζόσαστε
να ζωγραφίζεινα ζωγραφίζουν(ε)να ζωγραφίζεταινα ζωγραφίζονται
Aoristνα ζωγραφίσωνα ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσομενα ζωγραφιστώνα ζωγραφιστούμε
να ζωγραφίσειςνα ζωγραφίσετενα ζωγραφιστείςνα ζωγραφιστείτε
να ζωγραφίσεινα ζωγραφίσουν(ε)να ζωγραφιστείνα ζωγραφιστούν(ε)
Perfνα έχω ζωγραφίσει
να έχω ζωγραφισμένο
να έχουμε ζωγραφίσει
να έχουμε ζωγραφισμένο
να έχω ζωγραφιστεί
να είμαι ζωγραφισμένος, -η
να έχουμε ζωγραφιστεί
να είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχεις ζωγραφίσει
να έχεις ζωγραφισμένο
να έχετε ζωγραφίσει
να έχετε ζωγραφισμένο
να έχεις ζωγραφιστεί
να είσαι ζωγραφισμένος, -η
να έχετε ζωγραφιστεί
να είστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχει ζωγραφίσει
να έχει ζωγραφισμένο
να έχουν ζωγραφίσει
να έχουν ζωγραφισμένο
να έχει ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
να έχουν ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζωγράφιζεζωγραφίζετεζωγραφίζεστε
Aoristζωγράφισεζωγραφίστεζωγραφίσουζωγραφιστείτε
Part
izip
Presζωγραφίζονταςζωγραφιζόμενος
Perfέχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένοζωγραφισμένος, -η, -οζωγραφισμένοι, -ες, -α
InfinAoristζωγραφίσειζωγραφιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback