abhalten
 Verb

διεξάγω Verb
(0)
τελώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nicht mal die Stürme des Meeres konnte diese ersten Siedler abhalten, und sie haben weiter gemacht.Ούτε καν οι καταιγίδες στη θάλασσα μπόρεσαν να γυρίσουν αυτούς τους πρώτους αποίκους. Και προχώρησαν περαιτέρω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will euch nicht abhalten.Δεν ανακατεύoμαι στα πoτά σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber das darf mich nicht von der Arbeit abhalten.Αλλά δεν πρέπει να το αφήσω να εμποδίσει το καθήκον μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir zu diesen Felsen gelangen, könnten wir sie abhalten.Αν φτάναμε στους βράχους θα μπορούσαμε να τους καθυστερήσουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber nichts, was du sagst, wird mich davon abhalten, es dieser Allenbury heute Abend zu sagen.Αλλά τίποτα απ' όσα θα πεις δεν θα με εμποδίσει... από το να τα ψάλλω σ' αυτή την Αλενμπέρι απόψε.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
abhalten
formen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τελώτελούμετελούμαιτελούμαστε
τελείςτελείτετελείσαιτελείστε
τελείτελούν(ε)τελείταιτελούνται
Imper
fekt
τελούσατελούσαμετελούμουντελούμαστε
τελούσεςτελούσατε
τελούσετελούσαν(ε)τελούνταν, ετελείτοτελούνταν, ετελούντο
Aoristτέλεσατελέσαμετελέστηκατελεστήκαμε
τέλεσεςτελέσατετελέστηκεςτελεστήκατε
τέλεσετέλεσαν, τελέσαν(ε)τελέστηκετελέστηκαν, τελεστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τελέσει
έχω τετελεσμένο
έχουμε τελέσει
έχουμε τετελεσμένο
έχω τελεστεί
είμαι τετελεσμένος, -η
έχουμε τελεστεί
είμαστε τετελεσμένοι, -ες
έχεις τελέσει
έχεις τετελεσμένο
έχετε τελέσει
έχετε τετελεσμένο
έχεις τελεστεί
είσαι τετελεσμένος, -η
έχετε τελεστεί
είστε τετελεσμένοι, -ες
έχει τελέσει
έχει τετελεσμένο
έχουν τελέσει
έχουν τετελεσμένο
έχει τελεστεί
είναι τετελεσμένος, -η, -ο
έχουν τελεστεί
είναι τετελεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα τελέσει
είχα τετελεσμένο
είχαμε τελέσει
είχαμε τετελεσμενο
είχα τελεστεί
ήμουν τετελεσμένος, -η
είχαμε τελεστεί
ήμαστε τετελεσμένοι, -ες
είχες τελέσει
είχες τετελεσμένο
είχατε τελέσει
είχατε τετελεσμένο
είχες τελεστεί
έσουν τετελεσμένος, -η
είχατε τελεστεί
έσαστε τετελεσμένοι, -ες
είχε τελέσει
είχε τετελεσμένο
είχαν τελέσει
είχαν τετελεσμένο
είχε τελεστεί
ήταν τετελεσμένος, -η, -ο
είχαν τελεστεί
ήταν τετελεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τελώθα τελούμεθα τελούμαιθα τελούμαστε
θα τελείςθα τελείτεθα τελείσαιθα τελείστε
θα τελείθα τελούν(ε)θα τελείταιθα τελούνται
Fut
ur
θα τελέσωθα τελέσουμε, θα τελέσομεθα τελεστώθα τελεστούμε
θα τελέσειςθα τελέσετεθα τελεστείςθα τελεστείτε
θα τελέσειθα τελέσουν(ε)θα τελεστείθα τελεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τελέσει
θα έχω τετελεσμένο
θα έχουμε τελέσει
θα έχουμε τετελεσμένο
θα έχω τελεστεί
θα είμαι τετελεσμένος, -η
θα έχουμε τελεστεί
θα είμαστε τετελεσμένοι, -ες
θα έχεις τελέσει
θα έχεις τετελεσμένο
θα έχετε τελέσει
θα έχετε τετελεσμένο
θα έχεις τελεστεί
θα είσαι τετελεσμένος, -η
θα έχετε τελεστεί
θα είστε τετελεσμένοι, -η
θα έχει τελέσει
θα έχει τετελεσμένο
θα έχουν τελέσει
θα έχουν τετελεσμένο
θα έχει τελεστεί
θα είναι τετελεσμένος, -η, -ο
θα έχουν τελεστεί
θα είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τελώνα τελούμενα τελούμαινα τελούμαστε
να τελείςνα τελείτενα τελείσαινα τελείστε
να τελείνα τελούν(ε)να τελείταινα τελούνται
Aoristνα τελέσωνα τελέσουμε, να τελέσομενα τελεστώνα τελεστούμε
να τελέσειςνα τελέσετενα τελεστείςνα τελεστείτε
να τελέσεινα τελέσουν(ε)να τελεστείνα τελεστούν(ε)
Perfνα έχω τελέσει
να έχω τετελεσμένο
να έχουμε τελέσει
να έχουμε τετελεσμένο
να έχω τελεστεί
να είμαι τετελεσμένος, -η
να έχουμε τελεστεί
να είμαστε τετελεσμενοι, -ες
να έχεις τελέσει
να έχεις τετελεσμένο
να έχετε τελέσει
να έχετε τετελεσμένο
να έχεις τελεστεί
να είσαι τετελεσμένος, -η
να έχετε τελεστεί
να είστε τετελεσμένοι, -ες
να έχει τελέσει
να έχει τετελεσμένο
να έχουν τελέσει
να έχουν τετελεσμένο
να έχει τελεστεί
να είναι τετελεσμένος, -η, -ο
να έχουν τελεστεί
να είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτελείτετελείστε
Aoristτέλεσετελέστε, τελέσετετελέσουτελεστείτε
Part
izip
Presτελώνταςτελούμενος
Perfέχοντας τελέσει, έχοντας τετελεσμένοτετελεσμένος, -η, -οτετελεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristτελέσειτελεστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback