formen
 Verb

διαμορφώνω Verb
(1)
σχηματίζω Verb
(0)
πλάθω Verb
(0)
φορμάρω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will hungrige Leute, die ich formen und inspirieren kann.Προσλαμβάνω διψασμένα άτομα που τα διαμορφώνω και τα εμπνέω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
abhalten
formen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σχηματίζωσχηματίζουμε, σχηματίζομεσχηματίζομαισχηματιζόμαστε
σχηματίζειςσχηματίζετεσχηματίζεσαισχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε
σχηματίζεισχηματίζουν(ε)σχηματίζεταισχηματίζονται
Imper
fekt
σχημάτιζασχηματίζαμεσχηματιζόμουν(α)σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν
σχημάτιζεςσχηματίζατεσχηματιζόσουν(α)σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν
σχημάτιζεσχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε)σχηματιζόταν(ε)σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν
Aoristσχημάτισασχηματίσαμεσχηματίστηκασχηματιστήκαμε
σχημάτισεςσχηματίσατεσχηματίστηκεςσχηματιστήκατε
σχημάτισεσχημάτισαν, σχηματίσαν(ε)σχηματίστηκεσχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σχηματίσει
έχω σχηματισμένο
έχουμε σχηματίσει
έχουμε σχηματισμένο
έχω σχηματιστεί
είμαι σχηματισμένος, -η
έχουμε σχηματιστεί
είμαστε σχηματισμένοι, -ες
έχεις σχηματίσει
έχεις σχηματισμένο
έχετε σχηματίσει
έχετε σχηματισμένο
έχεις σχηματιστεί
είσαι σχηματισμένος, -η
έχετε σχηματιστεί
είστε σχηματισμένοι, -ες
έχει σχηματίσει
έχει σχηματισμένο
έχουν σχηματίσει
έχουν σχηματισμένο
έχει σχηματιστεί
είναι σχηματισμένος, -η, -ο
έχουν σχηματιστεί
είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σχηματίσει
είχα σχηματισμένο
είχαμε σχηματίσει
είχαμε σχηματισμένο
είχα σχηματιστεί
ήμουν σχηματισμένος, -η
είχαμε σχηματιστεί
ήμαστε σχηματισμένοι, -ες
είχες σχηματίσει
είχες σχηματισμένο
είχατε σχηματίσει
είχατε σχηματισμένο
είχες σχηματιστεί
ήσουν σχηματισμένος, -η
είχατε σχηματιστεί
ήσαστε σχηματισμένοι, -ες
είχε σχηματίσει
είχε σχηματισμένο
είχαν σχηματίσει
είχαν σχηματισμένο
είχε σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένος, -η, -ο
είχαν σχηματιστεί
ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σχηματίζωθα σχηματίζουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματίζομαιθα σχηματιζόμαστε
θα σχηματίζειςθα σχηματίζετεθα σχηματίζεσαιθα σχηματίζεστε, θα σχηματιζόσαστε
θα σχηματίζειθα σχηματίζουν(ε)θα σχηματίζεταιθα σχηματίζονται
Fut
ur
θα σχηματίσωθα σχηματίσουμε, θα σχηματίζομεθα σχηματιστώθα σχηματιστούμε
θα σχηματίσειςθα σχηματίσετεθα σχηματιστείςθα σχηματιστείτε
θα σχηματίσειθα σχηματίσουν(ε)θα σχηματιστείθα σχηματιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σχηματίσει
θα έχω σχηματισμένο
θα έχουμε σχηματίσει
θα έχουμε σχηματισμένο
θα έχω σχηματιστεί
θα είμαι σχηματισμένος, -η
θα έχουμε σχηματιστεί
θα είμαστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχεις σχηματίσει
θα έχεις σχηματισμένο
θα έχετε σχηματίσει
θα έχετε σχηματισμένο
θα έχεις σχηματιστεί
θα είσαι σχηματισμένος, -η
θα έχετε σχηματιστεί
θα είστε σχηματισμένοι, -ες
θα έχει σχηματίσει
θα έχει σχηματισμένο
θα έχουν σχηματίσει
θα έχουν σχηματισμένο
θα έχει σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένος, -η, -ο
θα έχουν σχηματιστεί
θα είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σχηματίζωνα σχηματίζουμε, να σχηματίζομενα σχηματίζομαινα σχηματιζόμαστε
να σχηματίζειςνα σχηματίζετενα σχηματίζεσαινα σχηματίζεστε, να σχηματιζόσαστε
να σχηματίζεινα σχηματίζουν(ε)να σχηματίζεταινα σχηματίζονται
Aoristνα σχηματίσωνα σχηματίσουμε, να σχηματίσομενα σχηματιστώνα σχηματιστούμε
να σχηματίσειςνα σχηματίσετενα σχηματιστείςνα σχηματιστείτε
να σχηματίσεινα σχηματίσουν(ε)να σχηματιστείνα σχηματιστούν(ε)
Perfνα έχω σχηματίσει
να έχω σχηματισμένο
να έχουμε σχηματίσει
να έχουμε σχηματισμένο
να έχω σχηματιστεί
να είμαι σχηματισμένος, -η
να έχουμε σχηματιστεί
να είμαστε σχηματισμένοι, -ες
να έχεις σχηματίσει
να έχεις σχηματισμένο
να έχετε σχηματίσει
να έχετε σχηματισμένο
να έχεις σχηματιστεί
να είσαι σχηματισμένος, -η
να έχετε σχηματιστεί
να είστε σχηματισμένοι, -ες
να έχει σχηματίσει
να έχει σχηματισμένο
να έχουν σχηματίσει
να έχουν σχηματισμένο
να έχει σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένος, -η, -ο
να έχουν σχηματιστεί
να είναι σχηματισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσχημάτιζεσχηματίζετεσχηματίζεστε
Aoristσχημάτισεσχηματίστεσχηματίσουσχηματιστείτε
Part
izip
Presσχηματίζονταςσχηματιζόμενος
Perfέχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένοσχηματισμένος, -η, -οσχηματισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσχηματίσεισχηματιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλάθωπλάθουμε, πλάθομεπλάθομαιπλαθόμαστε
πλάθειςπλάθετεπλάθεσαιπλάθεστε, πλαθόσαστε
πλάθειπλάθουν(ε)πλάθεταιπλάθονται
Imper
fekt
έπλαθαπλάθαμεπλαθόμουν(α)πλαθόμαστε, πλαθόμασταν
έπλαθεςπλάθατεπλαθόσουν(α)πλαθόσαστε, πλαθόσασταν
έπλαθεέπλαθαν, πλάθαν(ε)πλαθόταν(ε)πλάθονταν, πλαθόντανε, πλαθόντουσαν
Aoristέπλασαπλάσαμεπλάστηκαπλαστήκαμε
έπλασεςπλάσατεπλάστηκεςπλαστήκατε
έπλασεέπλασαν, πλάσαν(ε)πλάστηκεπλάστηκαν, πλαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πλάσει
έχω πλασμένο
έχουμε πλάσει
έχουμε πλασμένο
έχω πλαστεί
είμαι πλασμένος, -η
έχουμε πλαστεί
είμαστε πλασμένοι, -ες
έχεις πλάσει
έχεις πλασμένο
έχετε πλάσει
έχετε πλασμένο
έχεις πλαστεί
είσαι πλασμένος, -η
έχετε πλαστεί
είστε πλασμένοι, -ες
έχει πλάσει
έχει πλασμένο
έχουν πλάσει
έχουν πλασμένο
έχει πλαστεί
είναι πλασμένος, -η, -ο
έχουν πλαστεί
είναι πλασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πλάσει
είχα πλασμένο
είχαμε πλάσει
είχαμε πλασμένο
είχα πλαστεί
ήμουν πλασμένος, -η
είχαμε πλαστεί
ήμαστε πλασμένοι, -ες
είχες πλάσει
είχες πλασμένο
είχατε πλάσει
είχατε πλασμένο
είχες πλαστεί
ήσουν πλασμένος, -η
είχατε πλαστεί
ήσαστε πλασμένοι, -ες
είχε πλάσει
είχε πλασμένο
είχαν πλάσει
είχαν πλασμένο
είχε πλαστεί
ήταν πλασμένος, -η, -ο
είχαν πλαστεί
ήταν πλασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλάθωθα πλάθουμε, θα πλάθομεθα πλάθομαιθα πλαθόμαστε
θα πλάθειςθα πλάθετεθα πλάθεσαιθα πλάθεστε, θα πλαθόσαστε
θα πλάθειθα πλάθουν(ε)θα πλάθεταιθα πλάθονται
Fut
ur
θα πλάσωθα πλάσουμε, θα πλάσομεθα πλαστώθα πλαστούμε
θα πλάσειςθα πλάσετεθα πλαστείςθα πλαστείτε
θα πλάσειθα πλάσουν(ε)θα πλαστείθα πλαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλάσει
θα έχω πλασμένο
θα έχουμε πλάσει
θα έχουμε πλασμένο
θα έχω πλαστεί
θα είμαι πλασμένος, -η
θα έχουμε πλαστεί
θα είμαστε πλασμένοι, -ες
θα έχεις πλάσει
θα έχεις πλασμένο
θα έχετε πλάσει
θα έχετε πλασμένο
θα έχεις πλαστεί
θα είσαι πλασμένος, -η
θα έχετε πλαστεί
θα είστε πλασμένοι, -ες
θα έχει πλάσει
θα έχει πλασμένο
θα έχουν πλάσει
θα έχουν πλασμένο
θα έχει πλαστεί
θα είναι πλασμένος, -η, -ο
θα έχουν πλαστεί
θα είναι πλασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλάθωνα πλάθουμε, να πλάθομενα πλάθομαινα πλαθόμαστε
να πλάθειςνα πλάθετενα πλάθεσαινα πλάθεστε, να πλαθόσαστε
να πλάθεινα πλάθουν(ε)να πλάθεταινα πλάθονται
Aoristνα πλάσωνα πλάσουμε, να πλάσομενα πλαστώνα πλαστούμε
να πλάσειςνα πλάσετενα πλαστείςνα πλαστείτε
να πλάσεινα πλάσουν(ε)να πλαστείνα πλαστούν(ε)
Perfνα έχω πλάσει
να έχω πλασμένο
να έχουμε πλάσει
να έχουμε πλασμένο
να έχω πλαστεί
να είμαι πλασμένος, -η
να έχουμε πλαστεί
να είμαστε πλασμένοι, -ες
να έχεις πλάσει
να έχεις πλασμένο
να έχετε πλάσει
να έχετε πλασμένο
να έχεις πλαστεί
να είσαι πλασμένος, -η
να έχετε πλαστεί
να είστε πλασμένοι, -ες
να έχει πλάσει
να έχει πλασμένο
να έχουν πλάσει
να έχουν πλασμένο
να έχει πλαστεί
να είναι πλασμένος, -η, -ο
να έχουν πλαστεί
να είναι πλασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλάθεπλάθετεπλάθεστε
Aoristπλάσεπλάστεπλάσουπλαστείτε
Part
izip
Presπλάθοντας
Perfέχοντας πλάσει, έχοντας πλασμένοπλασμένος, -η, -οπλασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπλάσειπλαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback