παθαίνω Verb  [patheno, pathainw]

  Verb
(0)

Etymologie zu παθαίνω

παθαίνω πανθάνω von αόριστο ἔπαθον του ρήματος πάσχω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παθαίνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παθαίνωπαθαίνουμε, παθαίνομε
παθαίνειςπαθαίνετε
παθαίνειπαθαίνουν(ε)
Imper
fekt
πάθαιναπαθαίναμε
πάθαινεςπαθαίνατε
πάθαινεπάθαιναν, παθαίναν(ε)
Aoristέπαθαπάθαμε
έπαθεςπάθατε
έπαθεέπαθαν, πάθαναν(ε)
Per
fekt
έχω πάθειέχουμε πάθει
έχεις πάθειέχετε πάθει
έχει πάθειέχουν πάθει
Plu
per
fekt
είχα πάθειείχαμε πάθει
είχες πάθειείχατε πάθει
είχε πάθειείχαν πάθει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παθαίνωθα παθαίνουμε, θα παθαίνομε
θα παθαίνειςθα παθαίνετε
θα παθαίνειθα παθαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πάθωθα πάθουμε, θα πάθομε
θα πάθειςθα πάθετε
θα πάθειθα πάθουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάθειθα έχουμε πάθει
θα έχεις πάθειθα έχετε πάθει
θα έχει πάθειθα έχουν πάθει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παθαίνωνα παθαίνουμε, να παθαίνομε
να παθαίνειςνα παθαίνετε
να παθαίνεινα παθαίνουν(ε)
Aoristνα πάθωνα πάθουμε, να πάθομε
να πάθειςνα πάθετε
να πάθεινα πάθουν(ε)
Perfνα έχω πάθεινα έχουμε πάθει
να έχεις πάθεινα έχετε πάθει
να έχει πάθεινα έχουν πάθει
Imper
ativ
Presπάθαινεπαθαίνετε
Aoristπάθεπάθετε
Part
izip
Presπαθαίνοντας
Perfέχοντας πάθει
InfinAoristπάθει





Griechische Definition zu παθαίνω

παθαίνω [paθéno] -ομαι στη σημ. 3 Ρ αόρ. έπαθα, απαρέμφ. πάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. (στη σημ. 1α) παθημένος : 1.(για πρόσ.) α. υφίσταμαι, δέχομαι κτ. κακό, επιζήμιο, δυσάρεστο: παθαίνω μια συμφορά / μια ζημιά / ένα ατύχημα / μια καταστροφή. Πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό. Kαθυστέρησα, γιατί έπαθα ένα μικρό (τροχαίο) ατύχημα. Ευτυχώς κανείς από τους επιβάτες δεν έπαθε κάτι το σοβαρό. Έπαθε πολλά στη ζωή του, αλλά μυαλό δεν έβαλε. || (μππ.) για πρόσωπο που έχει πάθει πολλές και μεγάλες συμφορές, ατυχίες στη ζωή του: Παθημένη γυναίκα είναι, δεν τη λυπάσαι; (έκφρ.) την έπαθα ή την έπαθα σαν αγράμματος / σαν Xιώτης / χιώτικα κτλ., εξαπατήθηκα, ζημιώθηκα κτλ. από αφέλεια, επιπολαιότητα, απροσεξία κτλ.· ΣYN ΦΡ την πάτησα. είδα κι έπαθα, προσπάθησα πολύ, κοπίασα, ταλαιπωρήθηκα, βασανίστηκα: Είδα κι έπαθα να τον πείσω. τα ΄θελες και τα ΄παθες ή ήθελές τα κι έπαθές τα, από δική σου υπαιτιότητα έπαθες. την έπαθα τη δουλειά, απέτυχα, έπαθα κτ. κακό, συνήθ. απροσδόκητο. καλά να πάθει, για να δηλωθεί χαιρέκακη ικανοποίηση, του άξιζε να πάθει. παθαίνω πατατράκ*. παθαίνω πλάκα* / την πλάκα της ζωής μου. || σε εκφορές που δηλώνουν έκπληξη, ξάφνιασμα όταν κάποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά από τη συνήθειά του: Πώς το ΄παθες και μας χαιρέτησες;, ενώ ως τώρα δε χαιρετούσες. (και ως ειρ. σχολιασμός συνήθειας): Πείνασες; πώς το ΄παθες; β. προσβάλλομαι από πάθηση σωματική ή ψυχική: παθαίνω γρίπη / τύφο / γάγγραινα. Έπαθε μελαγχολία / αμνησία. || Tι έπαθες / έπαθε και…, τι σου / του συμβαίνει και: Tι έπαθες και δε μιλάς; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback