μόνος Adj.  [monos]

  Adj.
(328)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Τα βασικά χαρακτηριστικά της καθολικής υπηρεσίας δεν μπορούν να συνδεθούν μηχανικά με το άνοιγμα στον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι αυτός από μόνος του δεν μπορεί να διασφαλίσει την καθολικότητα της υπηρεσίας.Die Verwirklichung des dem Universaldienst zugrunde liegenden Konzepts kann nicht einfach dem offenen Wettbewerb überlassen werden, da dieser allein keine Gewährleistung für die universelle Erbringung des Dienstes darstellt.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Fatuzzo, αν θέλετε να παραμείνετε όρθιος θα συνεχίσουμε, καθώς είστε ο μόνος ομιλητής που έμεινε.Herr Fatuzzo, Sie können ja stehen bleiben. Wir machen einfach weiter, zumal nur noch Ihr Beitrag folgt.

Übersetzung bestätigt

Σε πολλές περιπτώσεις, ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν διαθέτουμε ήδη καθαρότερα μηχανήματα είναι το κόστος.Vielfach liegt es einfach an den Kosten, dass die Motoren nicht umweltfreundlicher gebaut werden.

Übersetzung bestätigt

Πρέπει να διαδραματίσουμε ηγετικό ρόλο παγκοσμίως, αλλά ο μόνος τρόπος για να το επιτύχουμε είναι να λάβουμε μέτρα μείωσης των δικών μας εκπομπών, να μειώσουμε τη χρήση άνθρακα και να καταστήσουμε το σύστημα εμπορίας εκπομπών πολύ πιο αποτελεσματικό και πολύ πιο αυστηρό.Wir müssen weltweit eine federführende Rolle übernehmen, aber das können wir nur, wenn wir etwas zur Senkung unserer eigenen Emissionen und zur Reduzierung unseres Kohlenstoffverbrauchs unternehmen und für einen effektiveren Emissionshandel sorgen, der sich nicht so einfach unterlaufen lässt.

Übersetzung bestätigt

Εάν απλώς επιτρέψουμε την έγκρισή του, θα ενισχύσουμε μια κατάσταση όπου σύντομα η ενισχυμένη συνεργασία θα είναι ο μόνος μηχανισμός επίτευξης συμφωνίας, επειδή είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία σε επίπεδο Συμβουλίου.Wir werden, wenn wir diese Genehmigung hier einfach so durchwinken, der Tatsache Vorschub leisten, dass wir bald nur noch verstärkte Zusammenarbeit haben, weil der Weg der Einigung im Rat zu mühsam ist.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu μόνος.



Griechische Definition zu μόνος

μόνος, επίθ.· μόνιος.

1)
α) Που δε βρίσκεται μαζί με άλλους, που είναι χωρίς την παρουσία ή συντροφιά άλλων, μοναχός:
(Βέλθ. 830), (Ιμπ. 568
τση θυγατέρας μου μόνιος μου θα μιλήσω (Ερωφ. Έ 228
(σε ιδιάζ. χρ.):
Νεκρόν είδα … και μόνα, δίχα σάρκωσην, τα κόκαλα γλειμμένα (Νεκρ. βασιλ. 24
(επιτ. με προηγ. το σύνδ. και):
ολόγυμνην την έκδυσεν μετά λινού και μόνου (Αχιλλ. (Smith) N 1332
(ο υπερθ. επιτ.):
(Διγ. Ζ 1862
δούκαν τον ελεεινόν μονότατον αφήσαν (Κορων., Μπούας 49
β) (με τους εμπρόθ. προσδ. με ή μετά κάπ. για να δηλωθεί συνοδεία από κάπ. πολύ οικείο):
Η Αρετούσα απόμεινε μόνια τση μετά μένα (Ροδολ. Ά 284· Βέλθ. 81
γ) (επιτ. στο σχ. μόνος και μόνος ή με τα επίθ. μοναχός, μοναξός, ολομόναχος ή τη μτχ. μεμονωμένος):
Μόναι και μόναι εμπήκασιν, κατασφαλίζουνται έσω (Βέλθ. 980
εγώ μόνος μοναχός να κοσμοαναγυρεύω (Λίβ. N 2268· Ερωτόκρ. Γ́ 1736), (Χρον. Μορ. P 6277
μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει (Ερωτόκρ. Ά 1067· Aχιλλ. (Smith) N 546).
2) Άγαμος, ανύπαντρος:
μια γυναίκα μόνια τση (Ροδολ. Β́ 335).
3) (Προκ. για κράτος) που δεν έχει συμμάχους:
οι βασιλειές … μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες (Ροδολ. Έ 42).
4) (Προκ. για τόπο) απόμερος, απομονωμένος:
τόπον … μονότατον (Βίος Αλ. 338).
5)
α) Παρατημένος, αφημένος, εγκαταλειμμένος:
το μιαρόν ποντίκιν … ηύρε πίταν μέγαν μόνην (Χρησμ. VII 5
β) μόνος, έρημος:
Από τους όλους συγγενούς εγώ υπάρχω μόνη (Βέλθ. 1169
γ) αβοήθητος:
ήτονε στην εζημιά μόνια τση σκιας μαγάρι (Πανώρ. Γ́ 453).
6) Που ενεργεί χωρίς τη συμβολή, συνδρομή ή βοήθεια άλλου:
(Κορων., Μπούας 102
εις τα άλλα ουδέν εφθάσετε, τά μόνος μου επολέμουν (Διγ. Esc. 1733· Ροδολ. Β́ 19).
7)
α) (Για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός) μόνον, αποκλειστικά εγώ (εσύ, αυτός, …):
(Κυπρ. ερωτ. 2114
Εσύ, θεά, οχ τα βάσανα μόνια σου τσι λυτρώνεις (Πανώρ. Δ́ 297
β) (μετά από αρνητ. πρόταση για να δηλωθεί εξαίρεση):
ουδένας δεν απόμεινεν ειμή αυτή και μόνη (Διήγ. παιδ. 932
γ) αυτός και μόνον, (και) μόνον αυτός:
οι μπομπαρδές εδύνουνταν μόνες να καταλύσουν τον Άγιον Έρμον σύψυχον (Αχέλ. 1024).
8)
α) Μοναδικός:
μόνια αιτιά του σκοτωμού (Ερωφ. Γ́ 260
(επιτ.):
των φίλων των πιστών η μόνη μια καρδία εις δυο κορμιά ξεχωριστά κρατούν την κατοικία (Λίμπον. Εισαγ. 11
(προκ. για το Χριστό):
Χριστόν, τον μόνον ζωοδότην (Διγ. Z 1111
β) ένας μόνον, ένας:
(Διδ. Σολομ. P 4).
9) (Για να δηλωθεί υπεροχή):
Εγώ 'μαι μόνος βασιλιός κι ωσάν εμένα άλλος σ’ όλη τη γη δε βρίσκεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57517
(στον υπερθ. επιτ.):
(Διγ. Z 4062).
10) Ίδιος, όμοιος:
ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα (Πεντ. Γέν. XI 1).
11) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί ανώτατο όριο):
έκαυσε και τα κάτεργα, αφήκε μόνα τρία (Γεωργηλ., Βελ. Λ 256).
12) (Σε χρ. οριστικής αντων. συν. με γεν. προσωπ. αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
μόνη μου εποίκα το κακόν, μόνη μου ας απολάβω (Διγ. Esc. 954 δις).
13)
α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.):
όπου θυμώνεται πολλά … μόνος του γίνετ’ έξηχος και με το θέλημάν του (Σπαν. B 369
β) (για να δηλωθεί αυτόματη ενέργεια):
τας πόρτας λέγει, μόναι των ανοίγουν παραυτίκα (Καλλίμ. 1280).
14) (Σε επιρρ. χρ.) μόνον, παρά μόνον:
(Αιτωλ., Μύθ. 312
μόνια την αγάπη σου, καρδούλα μου, θυμούμαι (Κατζ. Β́ 166).
Φρ.
1) Αποθαίνω ή φονεύομαι μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου, αυτοκτονώ:
(Αχιλλ. (Smith) O 365).
2) Λέγω μόνος μου, βλ. λέγω Φρ. 8.
[αρχ. επίθ. μόνος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback