{το}  μέρος Subst.  [meros]

{der}    Subst.
(40866)
{der}    Subst.
(1116)
{die}    Subst.
(239)
{die}    Subst.
(15)
{das}  
Örtchen (ugs.)
  Subst.
(11)
{die}    Subst.
(6)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu μέρος

ΔΦΑ : /ˈmɛ.ɾɔs/


GriechischDeutsch
Όπως έχει ήδη διασαφηνιστεί παραπάνω, τα μέσα αυτά αποτελούν εν μέρει αναμενόμενες εισροές κεφαλαίου, μέρος των οποίων έχει ήδη εισρεύσει ενώ το υπόλοιπο πρόκειται να εισρεύσει στο εγγύς μέλλον.Wie bereits im vorangegangenen Punkt erläutert, handelt es sich bei diesen Mitteln teilweise um erwartete Kapitalzuflüsse, ein Teil wurde bereits realisiert und ein weiterer Teil wird in naher Zukunft einfließen.

Übersetzung bestätigt

Δεύτερον, μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων δεν προκύπτει μόνο από ενεργές πωλήσεις αλλά παράγεται από τη λήξη συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.Zweitens wird ein Teil der Finanzmittel nicht durch aktive Verkäufe, sondern zum Fälligkeitstermin der betreffenden Vermögenswerte erwirtschaftet.

Übersetzung bestätigt

Πρώτον, αναλαμβάνεται εκ νέου μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας της IKB Luxemburg στο Ντίσελντορφ ([…] δισεκατ. ευρώ), γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για μερική μόνο εκποίηση.Erstens wird ein Teil des Geschäfts der IKB Luxemburg in Düsseldorf wieder aufgenommen ([…] Mrd. EUR), so dass es sich nur um eine Teilveräußerung handelt.

Übersetzung bestätigt

Καθώς υφίσταται ελάχιστος κίνδυνος ευθύνης και, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είναι μάλλον απίθανο να προκύψει ο κίνδυνος αυτός, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ο κίνδυνος αυτός ως μέρος της πώλησης.Da ein geringes Haftungsrisiko besteht und den Informationen zu entnehmen ist, dass ein Eintreten dieses Risiko eher unwahrscheinlich ist, wäre es nicht angemessen gewesen, dieses Risiko als Teil des Verkaufs zu betrachten.

Übersetzung bestätigt

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η δομημένη χρηματοδότηση ανήκει στο πλαίσιο της κοινωφελούς δραστηριότητας για τη δημόσια αποστολή της KfW και δεν αποτελεί μέρος των εργασιών της KfW ως κοινού πιστωτικού ιδρύματος.Nach Auffassung der Kommission gehört die strukturierte Finanzierung im Rahmen des Fördergeschäfts zum öffentlichen Auftrag der KfW und ist nicht Teil der Funktionen der KfW als normales Kreditinstitut.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu μέρος

μέρος το [méros] : 1. καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα: Ένα μέρος από τους μαθητές μιας τάξης / από το μισθό ενός υπαλλήλου. Xωρίζω κτ. σε δύο ίσα / άνισα μέρη. Tο πρώτο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Kάθε λέξη αποτελείται από δύο μέρη: το θέμα και την κατάληξη. (έκφρ.) επί μέρους, χωριστός, ξεχωριστός: Στα επί μέρους κεφάλαια αναπτύσσεται διεξοδικότερα το θέμα. (λόγ.) εν* μέρει. || (γραμμ.) μέρος του λόγου, καθεμία από τις ομάδες στις οποίες χωρίζονται όλες οι λέξεις σύμφωνα με τη λειτουργία τους· γραμματική κατηγορία: Tο ρήμα και το ουσιαστικό είναι τα βασικότερα μέρη του λόγου. (μτφ.): μέρος του λόγου είναι αυτός;, για ηθική ποιότητα. || ποσοστό: Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο μέρος υποσιτίζεται. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback