{die} Subst. (2187) |
{die} Subst. (356) |
{die} Subst. (27) |
{die} Autorisation (geh.) Subst.(14) |
εξουσιοδότηση εξουσιοδοτώ + -ση ((Lehnübersetzung) französisch autorisation)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις μελλοντικές επιπτώσεις των μέτρων που έχουν εφαρμογή μετά την προσχώρηση δεν συνιστά αναδρομική εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων των ΕΚ και γίνεται οπωσδήποτε με εξουσιοδότηση της πράξης προσχώρησης. | Demnach hat die Kommission alle Befugnisse, die Anwendung solcher Maßnahmen zu untersagen, sofern diese nicht vereinbar mit dem Gemeinsamen Markt sind. Diese Anwendung der Beihilfevorschriften auf künftige Auswirkungen der auch nach dem Beitritt anzuwendenden Maßnahmen führt nicht zu einer rückwirkenden Anwendung der Vorschriften für staatliche Beihilfen und steht in jedem Fall im Einklang mit der Beitrittsakte. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, βάσει του πολωνικού εμπορικού κώδικα, ο υπουργός του Δημόσιου Ταμείου έχει την πλήρη εξουσιοδότηση της γενικής συνέλευσης των μετόχων. | Zudem besitzt der Finanzminister als Vertreter des Staates nach dem polnischen Handelsgesetzbuch alle Befugnisse einer Hauptversammlung der Aktionäre. Übersetzung bestätigt |
Τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί για τη διενέργεια των ερευνών της παραγράφου 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. | Die zu den Untersuchungen nach Absatz 1 bevollmächtigten Personen üben ihre Befugnisse unter Vorlage einer schriftlichen Vollmacht aus, in der Gegenstand und Zweck der Untersuchung angegeben sind. Übersetzung bestätigt |
Οι υπάλληλοι του Οργανισμού που είναι εξουσιοδοτημένοι για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων της παραγράφου 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης καθώς και την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της. | Die Bediensteten der Agentur, die zu den Inspektionen nach Absatz 1 bevollmächtigt sind, üben ihre Befugnisse unter Vorlage einer schriftlichen Vollmacht aus, in der Gegenstand und Zweck der Inspektion sowie das Datum ihres Beginns angegeben sind. Übersetzung bestätigt |
Η εξουσιοδότηση αυτή περιλαμβάνει επίσης την εξουσία για λήψη αποφάσεων σχετικών με το διορισμό του Διοικητή Επιχειρήσεων της ΕΕ ή/ και του Διοικητή Δυνάμεων της ΕΕ. | Sie beinhaltet auch die Befugnis, Beschlüsse zur Ernennung des Befehlshabers der EU-Operation und/oder des Befehlshabers der EU-Einsatzkräfte zu fassen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
εξουσιοδότηση εν λευκώ |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Befugnis | die Befugnisse |
Genitiv | der Befugnis | der Befugnisse |
Dativ | der Befugnis | den Befugnissen |
Akkusativ | die Befugnis | die Befugnisse |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ermächtigung | die Ermächtigungen |
Genitiv | der Ermächtigung | der Ermächtigungen |
Dativ | der Ermächtigung | den Ermächtigungen |
Akkusativ | die Ermächtigung | die Ermächtigungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Berechtigung | die Berechtigungen |
Genitiv | der Berechtigung | der Berechtigungen |
Dativ | der Berechtigung | den Berechtigungen |
Akkusativ | die Berechtigung | die Berechtigungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Autorisation | die Autorisationen |
Genitiv | der Autorisation | der Autorisationen |
Dativ | der Autorisation | den Autorisationen |
Akkusativ | die Autorisation | die Autorisationen |
εξουσιοδότηση η [eksusioδótisi] : (και νομ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουσιοδοτώ. α. παραχώρηση σε κπ. του δικαιώματος να ενεργήσει αντί για άλλον και ιδίως η ανάθεση σε κπ. να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό άλλου: Δίνω εξουσιοδότηση σε κπ., τον εξουσιοδοτώ. Παίρνω εξουσιοδότηση από κπ., με εξουσιοδοτεί κάποιος. Έχω εξουσιοδότηση από κπ., είμαι εξουσιοδοτημένος. Πλήρης / ανεπιφύλακτη εξουσιοδότηση. Προφορική / γραπτή εξουσιοδότηση. β. το έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτείται κάποιος: Mία εξουσιοδότηση συνταγμένη από συμβολαιογράφο. Xρειάζεται εξουσιοδότηση για τη γνησιότητα της υπογραφής θεωρημένη από την αστυνομία. Nόμιμη εξουσιοδότηση, που έγινε όπως ορίζει ο νόμος. γ. (νομ.) στο δημόσιο δίκαιο, η μεταβίβαση ορισμένης αρμοδιότητας από ένα όργανο σε άλλο: Nομοθετική εξουσιοδότηση, το δικαίωμα που η βουλή δίνει στην κυβέρνηση ή σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να εκδίδουν διατάγματα νομοθετικού περιεχομένου. Διοικητική εξουσιοδότηση, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από ένα όργανο της διοίκησης σε άλλο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.