εντάσσω Verb  [entasso, entassw]

  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εντάσσω

εντάσσω altgriechisch ἐντάσσω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu εντάσσω

εντάσσω [endáso] -ομαι Ρ αόρ. ενέταξα και (σπάν.) ένταξα, απαρέμφ. εντάξει, παθ. αόρ. εντάχθηκα, απαρέμφ. ενταχθεί, μππ. ενταγμένος και εντεταγμένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. (κατά μία ορισμένη σειρά, τάξη, κατηγορία), μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, σε πραγματικό ή νοητό χώρο: Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο· (πρβ. κατατάσσω). εντάσσω ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο. Θα κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιδράσεις του, αν τις εντάξουμε στο κλίμα της εποχής. Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία. H πρότασή του μπορεί να ενταχθεί στο συνολικό προγραμματισμό. H φορολογική μεταρρύθμιση εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Mε το επάγγελμα, το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο. || Πολιτικά ενταγμένος / ενταγμένος σε πολιτική παράταξη. ANT ανένταχτος. Εντάσσομαι σε πολιτική παράταξη / σε κόμμα, προσχωρώ, οργανώνομαι. Yπήρξε ένθερμος υποστηρικτής τους, αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στην παράταξή τους.

[λόγ. < αρχ. ἐντάσσω `παρεμβάλλω, τοποθετώ΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback