{το}  είδωλο Subst.  [idolo, itholo, eidwlo]

{das}    Subst.
(53)
{das}    Subst.
(26)
{der}    Subst.
(8)

Etymologie zu είδωλο

είδωλο altgriechisch εἴδωλον


GriechischDeutsch
Η φήμη του κ. Bowis έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη και σήμερα στα θεωρεία είναι παρούσα μια θαυμάστριά του ονόματι Silvana Moggi, η οποία ταξίδεψε από την Ιταλία, και συγκεκριμένα από την πόλη του Salsomaggiore (όπου διεξάγονται τα καλλιστεία για την ανάδειξη της Μις Ιταλία), γιατί ήθελε να είναι παρούσα όταν το μεγάλο της είδωλο, ο κ. John Bowis, θα παρουσίαζε στη συζήτηση τη σημαντικότατη πρότασή του, προκειμένου να παρέχεται στην Ευρώπη η καλύτερη δυνατή φροντίδα όταν κάποιος έχει την ατυχία να ασθενεί ψυχικά και όχι μόνο σωματικά.Aus Italien, genauer gesagt, aus Salsomaggiore (der Stadt, in der die Miss Italien gewählt wurde), ist eine seiner Bewunderinnen mit Namen Silvana Moggi angereist und hat auf der Tribüne Platz genommen. Sie wollte anwesend sein, wenn ihr großes Idol John Bowis seinen äußerst wichtigen Vorschlag in der Aussprache erläutert, damit wir alle in Europa die bestmögliche Behandlung erhalten, auch wenn wir das Pech haben, an psychischen und nicht nur an körperlichen Krankheiten zu leiden.

Übersetzung bestätigt

Κυρία Πρόεδρε, η βία αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας και αίνιγμα της ανοικτής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που έχει χάσει τις αξίες της και που υιοθετεί νέα είδωλα και νέους συμβολισμούς, ανατρέποντας τελικά εκείνες τις παραδοσιακές αξίες που αποτελούσαν όμως πάντα τη βάση του πολιτικού μας βίου.Frau Präsidentin, die Gewalt ist ein prägnantes Merkmal der heutigen Gesellschaft und ein Rätsel der offenen Gesellschaft, einer Gesellschaft, die ihre Werte eingebüßt hat und neue Idole und Symbolsprachen übernimmt, während letztendlich die traditionellen Werte, die doch stets die Basis unseres zivilen Lebens bildeten, völlig umgestoßen werden.

Übersetzung bestätigt

Κάποια κορίτσια βρήκαν νέο είδωλο.Eine junge Mädchen haben ein neues Idol begonnen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά βλέπουμε ότι δεν ήταν καθόλου εύκαμπτος, και ότι glistened μια καλή συμφωνία, όπως γυαλισμένο έβενο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είναι τίποτα άλλο από ένα ξύλινο είδωλο, το οποίο μάλιστα αποδείχθηκε.Aber zu sehen, dass es nicht bei allen geschmeidig, und dass es glitzerte ein gutes Geschäft wie poliertes Ebenholz, schloss ich, dass sie nichts anderes als ein hölzernes Idol, was es auch sein erwies sich als.

Übersetzung nicht bestätigt

Επιτέλους κατάσβεσης της φωτιάς, πήρε το είδωλο μέχρι πολύ ανεπίσημα, και σάκους που πάλι σε Grego τσέπη του, όπως απερίσκεπτα σαν να ήταν ένας αθλητής ενσακκίσεως ένα νεκρό μπεκάτσα.Endlich das Feuer zu löschen, nahm er das Idol bis sehr ungezwungen, und verpackt sie wieder in seine Tasche grego so sorglos, als ob er ein Sportler Absacken eines toten Waldschnepfe.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu είδωλο

είδωλο το [iδolo] : I.(και φυσ.) η εικόνα αντικειμένου η οποία σχηματίζεται ως αποτέλεσμα ενός οπτικού φαινομένου (ανάκλασης σε κάτοπτρο, διάθλασης διά μέσου φακού κτλ.): Tα κοίλα και τα κυρτά κάτοπτρα παραμορφώνουν το είδωλο. Aνεστραμμένο / όρθιο είδωλο. είδωλο μικρότερο / μεγαλύτερο από το αντικείμενο. Πραγματικό είδωλο, που σχηματίζεται από τις ίδιες τις φωτεινές ακτίνες που εκπέμπει ένα αντικείμενο και γι΄ αυτό μπορούμε να το δούμε επάνω σε μια επιφάνεια. Φανταστικό είδωλο, που σχηματίζεται από την προέκταση των φωτεινών ακτίνων ενός αντικειμένου (όπως π.χ., το είδωλό μας σε επίπεδο κάτοπτρο). Ευκρινές / θολό είδωλο. || η εικόνα η οποία σχηματίζεται αμυδρότατα και πίσω από την κύρια εικόνα μιας οθόνης τηλεόρασης, εξαιτίας κακής λήψης ή λειτουργίας· (πρβ. σκιά). II. ομοίωμα θεότητας, συνήθ. αγαλμάτινο, το οποίο λατρεύεται σαν να είναι αυτό το ίδιο θεότητα, φορέας θεϊκού πνεύματος, θεϊκής δύναμης: H λατρεία των ειδώλων, ειδωλολατρία. Ξύλινο είδωλο· (πρβ. ξόανο). || (επέκτ.) κάθε είδους αντικείμενο που θεωρείται φορέας θεϊκής και μαγικής δύναμης· (πρβ. ειδώλιο, φετίχ). III. (μτφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) για αντίληψη ψευδή και εσφαλμένη, για την οποία ένα κοινωνικό σύνολο δείχνει μιαν έμμονη και τυφλή πίστη· (πρβ. προκατάληψη): Tα είδωλα της κοινωνίας. Tα παλιά είδωλα είχαν χρεοκοπήσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback