Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γερόντιο

γερόντιο Koine-Griechisch γερόντιον


δυσαισθησία

δυσαισθησία (entlehnt aus) neulateinisch dysesthesia Koine-Griechisch δυσαισθησία


ολόμαυρος

ολόμαυρος mittelgriechisch ὁλόμαυρος ὁλο- + Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός


κρετινισμός

κρετινισμός französisch crétinisme crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)


διαμοιράζω

διαμοιράζω Koine-Griechisch διαμοιράζω διά + μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


ολοστρόγγυλος

ολοστρόγγυλος Koine-Griechisch ὁλοστρόγγυλος. Μορφολογικά, ολο- + στρογγύλος, στρογγυλός.


αποσιωπώ

αποσιωπώ Koine-Griechisch ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ ἀπό + altgriechisch σιωπάω / σιωπῶ σιωπή


ταπετσιέρης

ταπετσιέρης venezianisch tapezier / italienisch tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


αυτοκέφαλος

αυτοκέφαλος Koine-Griechisch αὐτοκέφαλος


διασκορπίζω

διασκορπίζω Koine-Griechisch διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


απομνημόνευμα

απομνημόνευμα Koine-Griechisch ἀπομνημόνευμα (Lehnbedeutung) französisch mémoires)


αρχαιόθεν

αρχαιόθεν Koine-Griechisch ἀρχαιόθεν


κατατεμαχισμός

κατατεμαχισμός κατατεμαχίζω + -μός mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)


επιγονάτιο

επιγονάτιο mittelgriechisch ἐπιγονάτιον ἐπί + Koine-Griechisch γονάτιον altgriechisch γόνυ indoeuropäisch (Wurzel) *ǵónu


καλλιγράφος

καλλιγράφος Koine-Griechisch καλλιγράφος altgriechisch καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ καλλι- + -γράφος


αποστειρώνω

αποστειρώνω Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος ((Lehnbedeutung) französisch stériliser)


γουρλομάτης

γουρλομάτης mittelgriechisch γουρλομάτης γουρλώνω ( γρυλώνω / γρυλλώνω Koine-Griechisch γρῦλος / γρύλλος) + μάτι ( mittelgriechisch μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-) + -ης


σαγματοποιός

σαγματοποιός Koine-Griechisch σαγματοποιός σάγμα (Genitiv: σάγματ(ος)) + -ο- + -ποιός ( ποιέω)


ερπύστρια

ερπύστρια Koine-Griechisch, ἑρπυστήρ (Maskulinum), (ζώο, έντομο κτλ. που έρπει) + επίθημα -τρια


διακυβεύω

διακυβεύω (λόγιο) Koine-Griechisch διακυβεύω διά (δια-) + κυβεύω κύβος (ζάρι)


αντιλήπτωρ

αντιλήπτωρ Koine-Griechisch ἀντιλήπτωρ


ανταπαίτηση

ανταπαίτηση Katharevousa ανταπαίτησις ανταπαιτώ + -σις Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


επίπλαστος

επίπλαστος Koine-Griechisch ἐπίπλαστος ἐπί + altgriechisch πλαστός πλάθω


διασκόρπιση

διασκόρπιση Koine-Griechisch διασκόρπισις διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)


γαλουχώ

γαλουχώ Koine-Griechisch γαλουχῶ (θηλάζω) γάλα + έχω


Ασμοδαίος

Ασμοδαίος Koine-Griechisch Ἀσμοδαῖος hebräisch אשמדאי‎


αντιβασιλεία

αντιβασιλεία αντιβασιλεύς + -εία Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς


πλαγίαυλος

πλαγίαυλος (λόγιο) Koine-Griechisch πλαγίαυλος


άχρονα

άχρονα άχρονος + -α Koine-Griechisch ἄχρονος


έκλαμψη

έκλαμψη Koine-Griechisch ἔκλαμψις


κεραμοποιείο

κεραμοποιείο κεραμοποιός + -είο Koine-Griechisch κεραμοποιός altgriechisch κέραμος + ποιέω


μόδιο

μόδιο mittelgriechisch μόδιο / μόδιν / μόδι Koine-Griechisch μόδιος lateinisch modius indoeuropäisch (Wurzel) *med- (μέτρο)


υπερσυντέλικος

υπερσυντέλικος Koine-Griechisch ὑπερσυντέλικος ὑπέρ + συντελώ


κατασκόπευση

κατασκόπευση Koine-Griechisch κατασκόπευσις κατασκοπεύω


διενεργώ

διενεργώ Koine-Griechisch διενέργεια / διενεργῶ διά + ἐνεργέω / ἐνεργῶ ἔργον


αγρίλι

αγρίλι αγριελιά Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος


προάγγελμα

προάγγελμα Koine-Griechisch προάγγελμα altgriechisch προαγγέλλω


καπόνι

καπόνι mittelgriechisch καπόνιν, υποκοριστικό του Koine-Griechisch κάπων lateinisch capo (τα 1. & 3. venezianisch capon λατινικά capo)


ελαιοκομία

ελαιοκομία Koine-Griechisch ἐλαιοκομία ἐλαιοκομέω altgriechisch ἐλαία + κομέω


περιοδεύω

περιοδεύω Koine-Griechisch περιοδεύω με σημασία: περιπολώ


κατευνάζω

κατευνάζω Koine-Griechisch κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)


επιτραχήλιο

επιτραχήλιο Koine-Griechisch ἐπιτραχήλιον, Maskulinum von ἐπιτραχήλιος ἐπί + altgriechisch τράχηλος


εκτραχηλισμός

εκτραχηλισμός Koine-Griechisch ἐκτραχηλισμός altgriechisch ἐκτραχηλίζω τράχηλος


βυρσοδεψείο

βυρσοδεψείο Koine-Griechisch βυρσοδεψεῖον altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


προκάρδιο

προκάρδιο Koine-Griechisch προκάρδιον πρό + καρδία


οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκειοποιέομαι, οἰκειοποιοῦμαι οἰκεῖον + ποιέομαι, ποιοῦμαι


λογομαχώ

λογομαχώ Koine-Griechisch λογομαχέω / λογομαχῶ altgriechisch λόγος + μάχομαι


οιηματίας

οιηματίας Koine-Griechisch οἰηματίας οἴομαι


γνωμικός

γνωμικός Koine-Griechisch γνωμικός altgriechisch γνώμη


αργάτης

αργάτης mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐργάτης


αναστόμωση

αναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn


ασπράδα

ασπράδα mittelgriechisch ασπράδα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ακροστιχίδα

ακροστιχίδα Koine-Griechisch ἀκροστιχίς ἄκρος + στίχος


μέραρχος

μέραρχος (λόγιο) Koine-Griechisch μεράρχης με μεταπλασμό σε -αρχος κατά το ναύαρχος[1]


επιμηκύνω

επιμηκύνω Koine-Griechisch ἐπιμηκύνω


ειλητό

ειλητό Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


μελοποιός

μελοποιός Koine-Griechisch μελοποιός


εγκαινιασμός

εγκαινιασμός Koine-Griechisch ἐγκαινιασμός / ἐγκαινισμός ἐγκαινίζω ἐν + altgriechisch καινίζω καινός


βρεφοκτονία

βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )


σπερμολογία

σπερμολογία Koine-Griechisch σπερμολογία σπερμολόγος


διαστολέας

διαστολέας Koine-Griechisch διαστολεύς altgriechisch διαστέλλω διά + στέλλω


λιμπίζομαι

λιμπίζομαι mittelgriechisch λιμπίζομαι Koine-Griechisch λιμβός


αγριοσυκιά

αγριοσυκιά Koine-Griechisch ἀγριοσυκῆ + -ιά ἄγριος + συκῆ


σαγή

σαγή (λόγιο) Koine-Griechisch σαγή altgriechisch σημασία: αποσκευή[1]


δωροδοκώ

δωροδοκώ Koine-Griechisch δωροδοκέω, δωροδοκῶ "δέχομαι δώρα"


γειτόνεμα

γειτόνεμα Koine-Griechisch γειτόνευμα altgriechisch γειτονεύω


λιγούρης

λιγούρης λιγούρα + -ης λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος


λέμφος

λέμφος (λόγιο) Koine-Griechisch λέμφος (αρσενικό και ουδέτερο, μύξα) με εσφαλμένη ταύτιση με τη französisch lymphe neulateinisch lympha (λέμφος) lateinisch lympha (διαυγές νερό)[1], πιθανόν ελληνογενές altgriechisch νύμφη[2]


κατασταλάζω

κατασταλάζω Koine-Griechisch κατασταλάζω κατά + σταλάζω σταλάσσω


ιστόρημα

ιστόρημα Koine-Griechisch ἱστόρημα


σκοτίζω

σκοτίζω Koine-Griechisch σκοτίζω


μολώχ

μολώχ englisch moloch spätlateinisch Moloch Koine-Griechisch Μολώχ (αντιδάνειο) hebräisch מלך (mélekh) ρίζα מ־ל־ך protosinaitisch *malk- (πρίγκιπας, βασιλιάς)


απόγραφο

απόγραφο Koine-Griechisch ἀπόγραφον ((Lehnbedeutung) englisch transcript)


χαλκουργός

χαλκουργός Koine-Griechisch χαλκουργός χαλκός + ἔργον


μαντούρα

μαντούρα mittelgriechisch μαντούρα} / παντούρα / πανδούρα Koine-Griechisch πανδοῦρα λυδική προέλευση


ταβλαδόρος

ταβλαδόρος τάβλι + -αδόρος mittelgriechisch τάβλι ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τάβλα λατινικά tabula


εφετινός

εφετινός Koine-Griechisch ἐφετινός


εκτυλίσσω

εκτυλίσσω Koine-Griechisch ἐκτυλίσσω


κόλπωμα

κόλπωμα (λόγιο) Koine-Griechisch κόλπωμα κόλπ(ος) + -ωμα


ακταιωρός

ακταιωρός altgriechisch ἀκτωρίς ναῦς, mittelgriechisch ἀκταίωρος, Koine-Griechisch ἀκτωρός (φρουρός ακτών), ἀκρωρόν πλοίον


θαυματουργία

θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον


ουρητήρας

ουρητήρας (λόγιο) Koine-Griechisch οὐρητήρ (von αιτιατική τὸν οὐρητῆρα) με σημασία: ουρήθρα[1]


συγχύζω

συγχύζω mittelgriechisch συγχύζω Koine-Griechisch σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch συγχέω σύν + χέω ((Lehnübersetzung) italienisch turbare)


ρυμουλκώ

ρυμουλκώ Koine-Griechisch ῥυμουλκέω / ῥυμουλκῶ altgriechisch ῥῦμα + ἕλκω


δωρολήπτης

δωρολήπτης Koine-Griechisch δωρολήπτης altgriechisch δῶρον + λαμβάνω


εκκλησιάζομαι

εκκλησιάζομαι Koine-Griechisch ἐκκλησιάζω altgriechisch ἐκκλησιάζω ἐκκλησία καλέω / καλῶ


ειλητάριο

ειλητάριο mittelgriechisch εἰλητάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


βημόθυρο

βημόθυρο Koine-Griechisch βημόθυρον


υποσκάπτω

υποσκάπτω Koine-Griechisch ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) altgriechisch ὑποσκάπτω


έλλαμψη

έλλαμψη Koine-Griechisch ἔλλαμψις altgriechisch ἐλλάμπω ἐν- + λάμπω


αποκορυφώνω

αποκορυφώνω Koine-Griechisch ἀποκορυφόω / ἀποκορυφῶ


ξεθυμαίνω

ξεθυμαίνω mittelgriechisch ξεθυμαίνω Koine-Griechisch ἐκθυμαίνω altgriechisch θυμαίνω θυμός


θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


καθαγιάζω

καθαγιάζω Koine-Griechisch


φλαμούρι

φλαμούρι Koine-Griechisch φλάμμουλα lateinisch flammula flamma


οστίτης

οστίτης Koine-Griechisch ὀστίτης altgriechisch ὀστοῦν


έξαρμα

έξαρμα Koine-Griechisch ἔξαρμα (εξόγκωμα) altgriechisch ἔξαρμα (σήκωμα) ἐξαίρω


σκρίνιο

σκρίνιο Koine-Griechisch σκρίνιον lateinisch scrinium


ξίγκι

ξίγκι mittelgriechisch ξύγκι(ν) οξύγκιν Koine-Griechisch ὀξύγγιον, υποκοριστικό του ἀξουγγία lateinisch axungia axis + ungo


απογαλακτίζω

απογαλακτίζω Koine-Griechisch ἀπογαλακτίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback