φάντασμα (λόγιο) altgriechisch φάντασμα από τη ρίζα του φαίνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αρχίζει να του γράφει γράμματα που μένουν αναπάντητα και μέχρι το τέλος της ζωής της ζει ασκητικά, στοιχειωμένη από το φάντασμα του πόθου. . | Sie beginnt eine einseitige Korrespondenz mit ihm und lebt fortan in Askese, den Geist geschärft durch die Erinnerung an das Verlangen. Übersetzung bestätigt |
Αλλά ας μην αφήσουμε το φάντασμα του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς να στοιχειώσει αυτήν την απόφαση ή αυτήν την Αίθουσα. " οχύρωση της ειρήνης, ο προάγγελος της συμφιλίωσης, η βάση για όλη την περιοχή όπως ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου για την Ανατολική Ευρώπη, ας είναι λοιπόν η ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία. | Möge diese Entscheidung oder dieses Parlament aber nicht vom Geist von Slobodan Milošević heimgesucht werden. Ein Manifest des Friedens, ein Vorbote der Versöhnung, das Sprachrohr einer ganzen Region das alles war der Berliner Mauerfall für Osteuropa. Übersetzung bestätigt |
Σήμερα, όταν το φάντασμα του ρατσισμού στοιχειώνει την Ευρώπη, όταν ο σωβινισμός της πλειονότητας σε εθνικά κράτη αυξάνεται εμφανώς λαμβάνοντας τρομακτικές διαστάσεις παντού στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, δεν μπορούμε πλέον να κρύβουμε κάτω από το χαλί τις πολιτικές για τις μειονότητες. | Heutzutage, wenn der Geist des Rassismus in Europa umgeht, wenn der Chauvinismus der Mehrheit in den Nationalstaaten sichtbar in ganz Mittelund Osteuropa erschreckende Dimensionen annimmt, können wir die Minderheitenpolitik nicht länger unter den Teppich kehren. Übersetzung bestätigt |
Το φάντασμα του προστατευτισμού δεν είναι καλός σύμβουλος! | Der Geist des Protektionismus ist hier kein guter Rat! Übersetzung bestätigt |
Ο καημένος ο κ. Barroso εδώ μοιάζει σαν να έχει δει φάντασμα. | Der arme alte Barroso hier sieht aus, als hätte er einen Geist gesehen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
φαντασμαγορία |
φαντασμαγορικός -ή -ό |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Gespenst | die Gespenster |
Genitiv | des Gespenstes des Gespensts | der Gespenster |
Dativ | dem Gespenst dem Gespenste | den Gespenstern |
Akkusativ | das Gespenst | die Gespenster |
φάντασμα το [fándazma] : 1α. εικόνα νεκρού προσώπου που ανακαλείται από τη φαντασία και εμφανίζεται ως πραγματικό: Στα παλιά σπίτια, στα νεκροταφεία και στους πύργους λέγεται ότι τριγυρίζουν φαντάσματα. Iστορίες με φαντάσματα. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. (έκφρ.) βλέπει φαντάσματα, για κπ. που οι φόβοι, οι ανησυχίες, οι υποψίες του είναι υπερβολικές και αβάσιμες. β. υπερφυσικό, άυλο ον. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.