υπηρετώ Verb  [ipireto, yphretw]

  Verb
(176)
  Verb
(8)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu υπηρετώ

υπηρετώ altgriechisch ὑπηρετῶ ὑπηρέτης


GriechischDeutsch
Παρότι και δικός μου στόχος μου είναι να υπηρετώ την εσωτερική αγορά, είναι μάλλον υπερβολικό να υποχρεωθούν οι έμποροι των εξ αποστάσεως πωλήσεων να προμηθεύουν αγαθά ή να παρέχουν υπηρεσίες σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.Obwohl auch ich das Ziel verfolge, dem Binnenmarkt zu dienen, geht es wohl einen Schritt zu weit, Fernabsatzhändler dazu zu verpflichten, Waren oder Dienstleistungen in einen beliebigen Mitgliedstaat zu liefern.

Übersetzung bestätigt

Περίμενα να είμαι διπλωμάτης όλη μου τη ζωή, να υπηρετώ την πατρίδα μου.Ich hatte erwartet, mein ganzes Leben als Diplomat zu verbringen, meinem Land zu dienen.

Übersetzung nicht bestätigt

Να υπηρετώ την κοινότητά μας με αξιοπρέπεια.Ich werde unserer Gemeinschaft mit Würde dienen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu υπηρετώ

απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
υπηρετήσει
μετοχή (ενεστώτας)
υπηρετώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςυπηρετώυπηρετείςυπηρετείυπηρετούμευπηρετείτευπηρετούν
παρατατικόςυπηρετούσαυπηρετούσεςυπηρετούσευπηρετούσαμευπηρετούσατευπηρετούσαν
αόριστοςυπηρέτησαυπηρέτησεςυπηρέτησευπηρετήσαμευπηρετήσατευπηρέτησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα υπηρετώθα υπηρετείςθα υπηρετείθα υπηρετούμεθα υπηρετείτεθα υπηρετούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα υπηρετήσωθα υπηρετήσειςθα υπηρετήσειθα υπηρετήσουμεθα υπηρετήσετεθα υπηρετήσουν
παρακείμενος α'έχω υπηρετήσειέχεις υπηρετήσειέχει υπηρετήσειέχουμε υπηρετήσειέχετε υπηρετήσειέχουν υπηρετήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα υπηρετήσειείχες υπηρετήσειείχε υπηρετήσειείχαμε υπηρετήσειείχατε υπηρετήσειείχαν υπηρετήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω υπηρετήσειθα έχεις υπηρετήσειθα έχει υπηρετήσειθα έχουμε υπηρετήσειθα έχετε υπηρετήσειθα έχουν υπηρετήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα υπηρετώνα υπηρετείςνα υπηρετείνα υπηρετούμενα υπηρετείτενα υπηρετούν
αόριστοςνα υπηρετήσωνα υπηρετήσειςνα υπηρετήσεινα υπηρετήσουμενα υπηρετήσετενα υπηρετήσουν
παρακείμενος α'να έχω υπηρετήσεινα έχεις υπηρετήσεινα έχει υπηρετήσεινα έχουμε υπηρετήσεινα έχετε υπηρετήσεινα έχουν υπηρετήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςυπηρέτειυπηρετείτε
αόριστοςυπηρέτησευπηρετήστε









Griechische Definition zu υπηρετώ

υπηρετώ [ipiretó] -ούμαι (σπάν. στη σημ. 3) : 1.προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε κπ. ως υπηρέτης. || Tον υπηρέτησε πιστά πολλά χρόνια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback