Deutsch | Griechisch |
---|---|
Obwohl auch ich das Ziel verfolge, dem Binnenmarkt zu dienen, geht es wohl einen Schritt zu weit, Fernabsatzhändler dazu zu verpflichten, Waren oder Dienstleistungen in einen beliebigen Mitgliedstaat zu liefern. | Παρότι και δικός μου στόχος μου είναι να υπηρετώ την εσωτερική αγορά, είναι μάλλον υπερβολικό να υποχρεωθούν οι έμποροι των εξ αποστάσεως πωλήσεων να προμηθεύουν αγαθά ή να παρέχουν υπηρεσίες σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος. Übersetzung bestätigt |
Ich hatte erwartet, mein ganzes Leben als Diplomat zu verbringen, meinem Land zu dienen. | Περίμενα να είμαι διπλωμάτης όλη μου τη ζωή, να υπηρετώ την πατρίδα μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde unserer Gemeinschaft mit Würde dienen. | Να υπηρετώ την κοινότητά μας με αξιοπρέπεια. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | diene | ||
du | dienst | |||
er, sie, es | dient | |||
Präteritum | ich | diente | ||
Konjunktiv II | ich | diente | ||
Imperativ | Singular | diene! | ||
Plural | dient! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gedient | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dienen |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | υπηρετώ | υπηρετείς | υπηρετεί | υπηρετούμε | υπηρετείτε | υπηρετούν |
παρατατικός | υπηρετούσα | υπηρετούσες | υπηρετούσε | υπηρετούσαμε | υπηρετούσατε | υπηρετούσαν | |
αόριστος | υπηρέτησα | υπηρέτησες | υπηρέτησε | υπηρετήσαμε | υπηρετήσατε | υπηρέτησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα υπηρετώ | θα υπηρετείς | θα υπηρετεί | θα υπηρετούμε | θα υπηρετείτε | θα υπηρετούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα υπηρετήσω | θα υπηρετήσεις | θα υπηρετήσει | θα υπηρετήσουμε | θα υπηρετήσετε | θα υπηρετήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω υπηρετήσει | έχεις υπηρετήσει | έχει υπηρετήσει | έχουμε υπηρετήσει | έχετε υπηρετήσει | έχουν υπηρετήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα υπηρετήσει | είχες υπηρετήσει | είχε υπηρετήσει | είχαμε υπηρετήσει | είχατε υπηρετήσει | είχαν υπηρετήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω υπηρετήσει | θα έχεις υπηρετήσει | θα έχει υπηρετήσει | θα έχουμε υπηρετήσει | θα έχετε υπηρετήσει | θα έχουν υπηρετήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να υπηρετώ | να υπηρετείς | να υπηρετεί | να υπηρετούμε | να υπηρετείτε | να υπηρετούν |
αόριστος | να υπηρετήσω | να υπηρετήσεις | να υπηρετήσει | να υπηρετήσουμε | να υπηρετήσετε | να υπηρετήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω υπηρετήσει | να έχεις υπηρετήσει | να έχει υπηρετήσει | να έχουμε υπηρετήσει | να έχετε υπηρετήσει | να έχουν υπηρετήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | υπηρέτει | υπηρετείτε | ||||
αόριστος | υπηρέτησε | υπηρετήστε |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.