servieren
 Verb

σερβίρω Verb
(61)
εκδίδωμι 
(0)
DeutschGriechisch
Soll ich den Wein mit dem Täubchen servieren, Sir?Να σερβίρω το κρασί με τα πιτσουνάκια;

Übersetzung nicht bestätigt

Verzeihen Sie, kann ich den Tee servieren, Gentlemen?Να σερβίρω τώρα το τσάι; Τσάι;

Übersetzung nicht bestätigt

Kapitän ich möchte ihnen mein wunderbares Cotelette de Volate servieren.Παρακαλώ, δεσποινίς. Κάπτεν, θα ήθελα να σας σερβίρω την θαυμάσια κοτολέτα πουλερικών μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann auch erst servieren.Θα μπορούσα να σερβίρω και να φύγω αργότερα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie soweit wären, werde ich mir erlauben, das Essen zu servieren.Αν είστε έτοιμοι, θα σερβίρω το δείπνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
servieren
bedienen
dienen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σερβίρωσερβίρουμε, σερβίρομεσερβίρομαι, σερβιρίζομαισερβιριζόμαστε
σερβίρειςσερβίρετεσερβίρεσαι, σερβιρίζεσαισερβίρεστε, σερβιριζόσαστε
σερβίρεισερβίρουν(ε)σερβίρεται, σερβιρίζεταισερβίρονται, σερβιρίζονται
Imper
fekt
σερβίριζα, σέρβιρασερβίραμεσερβιριζόμουν(α)σερβιριζόμαστε, σερβιριζόμασταν
σερβίριζες, σέρβιρεςσερβίρατεσερβιριζόσουν(α)σερβιριζόσαστε, σερβιριζόσασταν
σερβίριζε, σέρβιρεσερβίριζαν, σερβίραν(ε)σερβιριζόταν(ε)σερβίρονταν, σερβιριζόντανε, σερβιριζόντουσαν
Aoristσέρβιρα, σερβίρισασερβίραμεσερβιρίστηκασερβιριστήκαμε
σέρβιρες, σερβίρισεςσερβίρατεσερβιρίστηκεςσερβιριστήκατε
σέρβιρε, σερβίρισεσερβίραν(ε), σερβίρισανσερβιρίστηκεσερβιρίστηκαν, σερβιριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σερβίρει
έχω σερβιρισμένο
έχουμε σερβίρει
έχουμε σερβιρισμένο
έχω σερβιριστεί
είμαι σερβιρισμένος, -η
έχουμε σερβιριστεί
είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
έχεις σερβίρει
έχεις σερβιρισμένο
έχετε σερβίρει
έχετε σερβιρισμένο
έχεις σερβιριστεί
είσαι σερβιρισμένος, -η
έχετε σερβιριστεί
είστε σερβιρισμένοι, -ες
έχει σερβίρει
έχει σερβιρισμένο
έχουν σερβίρει
έχουν σερβιρισμένο
έχει σερβιριστεί
είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
έχουν σερβιριστεί
είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σερβίρει
είχα σερβιρισμένο
είχαμε σερβίρει
είχαμε σερβιρισμένο
είχα σερβιριστεί
ήμουν σερβιρισμένος, -η
είχαμε σερβιριστεί
ήμαστε σερβιρισμένοι, -ες
είχες σερβίρει
είχες σερβιρισμένο
είχατε σερβίρει
είχατε σερβιρισμένο
είχες σερβιριστεί
ήσουν σερβιρισμένος, -η
είχατε σερβιριστεί
ήσαστε σερβιρισμένοι, -ες
είχε σερβίρει
είχε σερβιρισμένο
είχαν σερβίρει
είχαν σερβιρισμένο
είχε σερβιριστεί
ήταν σερβιρισμένος, -η, -ο
είχαν σερβιριστεί
ήταν σερβιρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σερβίρωθα σερβίρουμε, θα σερβίρομεθα σερβίρομαιθα σερβιριζόμαστε
θα σερβίρειςθα σερβίρετεθα σερβίρεσαιθα σερβίρεστε, θα σερβιριζόσαστε
θα σερβίρειθα σερβίρουν(ε)θα σερβίρεταιθα σερβίρονται
Fut
ur
θα σερβίρωθα σερβίρουμε, θα σερβίρομεθα σερβιριστώθα σερβιριστούμε
θα σερβίρειςθα σερβίρετεθα σερβιριστείςθα σερβιριστείτε
θα σερβίρειθα σερβίρουν(ε)θα σερβιριστείθα σερβιριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σερβίρει
θα έχω σερβιρισμένο
θα έχουμε σερβίρει
θα έχουμε σερβιρισμένο
θα έχω σερβιριστεί
θα είμαι σερβιρισμένος, -η
θα έχουμε σερβιριστεί
θα είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
θα έχεις σερβίρει
θα έχεις σερβιρισμένο
θα έχετε σερβίρει
θα έχετε σερβιρισμένο
θα έχεις σερβιριστεί
θα είσαι σερβιρισμένος, -η
θα έχετε σερβιριστεί
θα είστε σερβιρισμένοι, -ες
θα έχει σερβίρει
θα έχει σερβιρισμένο
θα έχουν σερβίρει
θα έχουν σερβιρισμένο
θα έχει σερβιριστεί
θα είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
θα έχουν σερβιριστεί
θα είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σερβίρωνα σερβίρουμε, να σερβίρομενα σερβίρομαινα σερβιριζόμαστε
να σερβίρειςνα σερβίρετενα σερβίρεσαινα σερβίρεστε, να σερβιριζόσαστε
να σερβίρεινα σερβίρουν(ε)να σερβίρεταινα σερβίρονται
Aoristνα σερβίρωνα σερβίρουμε, να σερβίρομενα σερβιριστώνα σερβιριστούμε
να σερβίρειςνα σερβίρετενα σερβιριστείςνα σερβιριστείτε
να σερβίρεινα σερβίρουν(ε)να σερβιριστείνα σερβιριστούν(ε)
Perfνα έχω σερβίρει
να έχω σερβιρισμένο
να έχουμε σερβίρει
να έχουμε σερβιρισμένο
να έχω σερβιριστεί
να είμαι σερβιρισμένος, -η
να έχουμε σερβιριστεί
να είμαστε σερβιρισμένοι, -ες
να έχεις σερβίρει
να έχεις σερβιρισμένο
να έχετε σερβίρει
να έχετε σερβιρισμένο
να έχεις σερβιριστεί
να είσαι σερβιρισμένος, -η
να έχετε σερβιριστεί
να είστε σερβιρισμένοι, -ες
να έχει σερβίρει
να έχει σερβιρισμένο
να έχουν σερβίρει
να έχουν σερβιρισμένο
να έχει σερβιριστεί
να είναι σερβιρισμένος, -η, -ο
να έχουν σερβιριστεί
να είναι σερβιρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσέρβιρε, σερβίριζεσερβίρετεσερβίρεστε
Aoristσέρβιρε, σερβίρισεσερβίρετε(σερβιρίσου)σερβιριστείτε
Part
izip
Presσερβίροντας
Perfέχοντας σερβίρει, έχοντας σερβιρισμένοσερβιρισμένος, -η, -οσερβιρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσερβίρεισερβιριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback