leisten
 Verb

παρέχω Verb
(2)
κατορθώνω Verb
(0)
υπηρετώ Verb
(0)
αποδίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein Dienst, den ich gerne weiter leisten würde.Μια υπηρεσία που θα ήθελα να συνεχίσω να παρέχω.

Übersetzung nicht bestätigt

Kann ich wenigstens gemeinnützige Arbeit oder so etwas leisten?Μπορώ να παρέχω κοινωνική εργασία ή κάτι ανάλογο;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρέχω, exw>έχωπαρέχουμε, παρέχομεπαρέχομαιπαρεχόμαστε
παρέχειςπαρέχετεπαρέχεσαιπαρέχεστε, παρεχόσαστε
παρέχειπαρέχουν(ε)παρέχεταιπαρέχονται
Imper
fekt
παρείχαπαρείχαμεπαρεχόμουν(α)παρεχόμαστε
παρείχεςπαρείχατεπαρεχόσουν(α)(παρεχόσαστε)
παρείχεπαρείχαν(ε)παρεχόταν(ε)παρέχονταν
Aorist(παρείχα)(παρείχαμε)παρασχέθηκαπαρασχεθήκαμε
(παρείχες)(παρείχατε)παρασχέθηκεςπαρασχεθήκατε
(παρείχε)(παρείχαν(ε))παρασχέθηκεπαρασχέθηκαν, παρασχεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παράσχειέχουμε παράσχειέχω παρασχεθείέχουμε παρασχεθεί
έχεις παράσχειέχετε παράσχειέχεις παρασχεθείέχετε παρασχεθεί
έχει παράσχειέχουν παράσχειέχει παρασχεθείέχουν παρασχεθεί
Plu
per
fekt
είχα παράσχειείχαμε παράσχειείχα παρασχεθείείχαμε παρασχεθεί
είχες παράσχειείχατε παράσχειείχες παρασχεθείείχατε παρασχεθεί
είχε παράσχειείχαν παράσχειείχε παρασχεθείείχαν παρασχεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρέχωθα παρέχουμε, θα παρέχομεθα παρέχομαιθα παρεχόμαστε
θα παρέχειςθα παρέχετεθα παρέχεσαιθα παρέχεστε
θα παρέχειθα παρέχουν(ε)θα παρέχεταιθα παρέχονται
Fut
ur
θα παράσχωθα παράσχουμε, θα παράσχομεθα παρασχεθώθα παρασχεθούμε
θα παράσχειςθα παράσχετεθα παρασχεθείςθα παρασχεθείτε
θα παράσχειθα παράσχουν(ε)θα παρασχεθείθα παρασχεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παράσχειθα έχουμε παράσχειθα έχω παρασχεθείθα έχουμε παρασχεθεί
θα έχεις παράσχειθα έχετε παράσχειθα έχεις παρασχεθείθα έχετε παρασχεθεί
θα έχει παράσχειθα έχουν παράσχειθα έχει παρασχεθείθα έχουν παρασχεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρέχωνα παρέχουμε, να παρέχομενα παρέχομαινα παρεχόμαστε
να παρέχειςνα παρέχετενα παρέχεσαινα παρέχεστε
να παρέχεινα παρέχουν(ε)να παρέχεταινα παρέχονται
Aoristνα παράσχωνα παράσχουμε, να παράσχομενα παρασχεθώνα παρασχεθούμε
να παράσχειςνα παράσχετενα παρασχεθείςνα παρασχεθείτε
να παράσχεινα παράσχουν(ε)να παρασχεθείνα παρασχεθούν(ε)
Perfνα έχω παράσχεινα έχουμε παράσχεινα έχω παρασχεθείνα έχουμε παρασχεθεί
να έχεις παράσχεινα έχετε παράσχεινα έχεις παρασχεθείνα έχετε παρασχεθεί
να έχει παράσχεινα έχουν παράσχεινα έχει παρασχεθείνα έχουν παρασχεθεί
Imper
ativ
Presπαρέχετεπαρέχεστε
Aoristπαράσχετεπαρασχεθείτε
Part
izip
Presπαρέχονταςπαρεχόμενος
Perfέχοντας παράσχει
InfinAoristπαράσχειπαρασχεθεί



απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
υπηρετήσει
μετοχή (ενεστώτας)
υπηρετώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςυπηρετώυπηρετείςυπηρετείυπηρετούμευπηρετείτευπηρετούν
παρατατικόςυπηρετούσαυπηρετούσεςυπηρετούσευπηρετούσαμευπηρετούσατευπηρετούσαν
αόριστοςυπηρέτησαυπηρέτησεςυπηρέτησευπηρετήσαμευπηρετήσατευπηρέτησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα υπηρετώθα υπηρετείςθα υπηρετείθα υπηρετούμεθα υπηρετείτεθα υπηρετούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα υπηρετήσωθα υπηρετήσειςθα υπηρετήσειθα υπηρετήσουμεθα υπηρετήσετεθα υπηρετήσουν
παρακείμενος α'έχω υπηρετήσειέχεις υπηρετήσειέχει υπηρετήσειέχουμε υπηρετήσειέχετε υπηρετήσειέχουν υπηρετήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα υπηρετήσειείχες υπηρετήσειείχε υπηρετήσειείχαμε υπηρετήσειείχατε υπηρετήσειείχαν υπηρετήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω υπηρετήσειθα έχεις υπηρετήσειθα έχει υπηρετήσειθα έχουμε υπηρετήσειθα έχετε υπηρετήσειθα έχουν υπηρετήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα υπηρετώνα υπηρετείςνα υπηρετείνα υπηρετούμενα υπηρετείτενα υπηρετούν
αόριστοςνα υπηρετήσωνα υπηρετήσειςνα υπηρετήσεινα υπηρετήσουμενα υπηρετήσετενα υπηρετήσουν
παρακείμενος α'να έχω υπηρετήσεινα έχεις υπηρετήσεινα έχει υπηρετήσεινα έχουμε υπηρετήσεινα έχετε υπηρετήσεινα έχουν υπηρετήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςυπηρέτειυπηρετείτε
αόριστοςυπηρέτησευπηρετήστε

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback