παρέχω Verb  [parecho, parexw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)
(0)

Etymologie zu παρέχω

παρέχω altgriechisch παρέχω παρά + ἔχω


GriechischDeutsch
Μια υπηρεσία που θα ήθελα να συνεχίσω να παρέχω.Ein Dienst, den ich gerne weiter leisten würde.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ να παρέχω κοινωνική εργασία ή κάτι ανάλογο;Kann ich wenigstens gemeinnützige Arbeit oder so etwas leisten?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παρέχω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρέχω, exw>έχωπαρέχουμε, παρέχομεπαρέχομαιπαρεχόμαστε
παρέχειςπαρέχετεπαρέχεσαιπαρέχεστε, παρεχόσαστε
παρέχειπαρέχουν(ε)παρέχεταιπαρέχονται
Imper
fekt
παρείχαπαρείχαμεπαρεχόμουν(α)παρεχόμαστε
παρείχεςπαρείχατεπαρεχόσουν(α)(παρεχόσαστε)
παρείχεπαρείχαν(ε)παρεχόταν(ε)παρέχονταν
Aorist(παρείχα)(παρείχαμε)παρασχέθηκαπαρασχεθήκαμε
(παρείχες)(παρείχατε)παρασχέθηκεςπαρασχεθήκατε
(παρείχε)(παρείχαν(ε))παρασχέθηκεπαρασχέθηκαν, παρασχεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παράσχειέχουμε παράσχειέχω παρασχεθείέχουμε παρασχεθεί
έχεις παράσχειέχετε παράσχειέχεις παρασχεθείέχετε παρασχεθεί
έχει παράσχειέχουν παράσχειέχει παρασχεθείέχουν παρασχεθεί
Plu
per
fekt
είχα παράσχειείχαμε παράσχειείχα παρασχεθείείχαμε παρασχεθεί
είχες παράσχειείχατε παράσχειείχες παρασχεθείείχατε παρασχεθεί
είχε παράσχειείχαν παράσχειείχε παρασχεθείείχαν παρασχεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρέχωθα παρέχουμε, θα παρέχομεθα παρέχομαιθα παρεχόμαστε
θα παρέχειςθα παρέχετεθα παρέχεσαιθα παρέχεστε
θα παρέχειθα παρέχουν(ε)θα παρέχεταιθα παρέχονται
Fut
ur
θα παράσχωθα παράσχουμε, θα παράσχομεθα παρασχεθώθα παρασχεθούμε
θα παράσχειςθα παράσχετεθα παρασχεθείςθα παρασχεθείτε
θα παράσχειθα παράσχουν(ε)θα παρασχεθείθα παρασχεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παράσχειθα έχουμε παράσχειθα έχω παρασχεθείθα έχουμε παρασχεθεί
θα έχεις παράσχειθα έχετε παράσχειθα έχεις παρασχεθείθα έχετε παρασχεθεί
θα έχει παράσχειθα έχουν παράσχειθα έχει παρασχεθείθα έχουν παρασχεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρέχωνα παρέχουμε, να παρέχομενα παρέχομαινα παρεχόμαστε
να παρέχειςνα παρέχετενα παρέχεσαινα παρέχεστε
να παρέχεινα παρέχουν(ε)να παρέχεταινα παρέχονται
Aoristνα παράσχωνα παράσχουμε, να παράσχομενα παρασχεθώνα παρασχεθούμε
να παράσχειςνα παράσχετενα παρασχεθείςνα παρασχεθείτε
να παράσχεινα παράσχουν(ε)να παρασχεθείνα παρασχεθούν(ε)
Perfνα έχω παράσχεινα έχουμε παράσχεινα έχω παρασχεθείνα έχουμε παρασχεθεί
να έχεις παράσχεινα έχετε παράσχεινα έχεις παρασχεθείνα έχετε παρασχεθεί
να έχει παράσχεινα έχουν παράσχεινα έχει παρασχεθείνα έχουν παρασχεθεί
Imper
ativ
Presπαρέχετεπαρέχεστε
Aoristπαράσχετεπαρασχεθείτε
Part
izip
Presπαρέχονταςπαρεχόμενος
Perfέχοντας παράσχει
InfinAoristπαράσχειπαρασχεθεί







Griechische Definition zu παρέχω

παρέχω [paréxo] -ομαι Ρ πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ. παρέσχε, παρέσχεσαν, απαρέμφ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχε θεί : δίνω, προσφέρω, προμηθεύω, εξασφαλίζω κτ. σε κπ.: παρέχω υποστήριξη / ευκαιρίες / διευκολύνσεις / εφόδια / υπηρεσίες / διαβεβαίωση / εγγυήσεις. Ο μισθός του του παρέχει τη δυνατότητα να ζει άνετα. Tο IKA παρέ χει στους ασφαλισμένους του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στον τραυματία παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον τουρισμό οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι συχνά χαμηλής ποιότητας.

[λόγ. < αρχ. παρέχω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback