{το}  συνδικάτο Subst.  [sindikato, sinthikato, syndikato]

{die}    Subst.
(132)
{das}    Subst.
(45)
{die}    Subst.
(1)

Etymologie zu συνδικάτο

συνδικάτο französisch syndic [περ. 13ος αι.] (υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας, εκπρόσωπος μιας περιοχής), französisch syndicat (ένωση για την υπεράσπιση κοινών συμφερόντων, [von 19ο αι.:] επαγγελματικό ή εργατικό σωματείο) lateinisch syndicus (εκπρόσωπος της πόλης) altgriechisch σύνδικος (συνήγορος, υπερασπιστής)


GriechischDeutsch
Η συμφωνία με την περιφέρεια της Σαρδηνίας και τα συνδικάτα προβλέπει επίσης περικοπή 45 θέσεων εργασίας.Nach der Vereinbarung mit der Region Sardinien und den Gewerkschaften sollen auch 45 Arbeitsplätze abgebaut werden.

Übersetzung bestätigt

Ακολούθως, υποβλήθηκε προς έγκριση στην περιφέρεια της Σαρδηνίας και στα συνδικάτα και στις 9 Ιανουαρίου 2007 εγκρίθηκε.Anschließend wurde er der Region Sardinien und den Gewerkschaften vorgelegt und am 9. Januar 2007 genehmigt.

Übersetzung bestätigt

Ακόμη, η Επιτροπή επισημαίνει ότι λόγω της έκρυθμης κοινωνικής κατάστασης το καλοκαίρι του 2004 που επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση της SNCM, ο μέτοχος της επιχείρησης έθεσε σε εφαρμογή, την άνοιξη του 2005, πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων, η εφαρμογή του οποίου ανεστάλη τον Απρίλιο του 2005 σε συνεννόηση με τα συνδικάτα.Die Kommission betont weiterhin, dass der Aktionär des Unternehmens aufgrund des rauen sozialen Klimas im Sommer 2004, das der Finanzlage der SNCM geschadet hat, im Frühjahr 2005 einen Sozialplan eingeführt hat, der in Absprache mit den Gewerkschaften im April 2005 ausgesetzt wurde.

Übersetzung bestätigt

Διευκρινίστηκε ότι η απόφαση λήφθηκε σε συμφωνία με τα συνδικάτα, τα οποία δέχθηκαν να θυσιάσουν μέρος των παροχών του προσωπικού για τη στήριξη της αναδιάρθρωσης.Es wurde erläutert, dass die Entscheidung im Einklang mit den Gewerkschaften getroffen worden sei, die sich bereit erklärt hätten, die Umstrukturierung mit einem Teil der Sozialleistungen der Arbeitnehmer zu unterstützen.

Übersetzung bestätigt

Το ταμείο αυτό δημιουργήθηκε από την Odlewnia Śrem και τα συνδικάτα της σε εθελοντική βάση, και δεν έχει επιβληθεί από τον νόμο.Der Fonds sei von Odlewnia Śrem und seinen Gewerkschaften auf freiwilliger Basis eingerichtet worden und sei nicht gesetzlich vorgeschrieben.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu συνδικάτο

συνδικάτο το [sinδikáto] : 1.σωματείο εργαζομένων, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που έχει σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων, όπως π.χ. βελτίωση αμοιβής, όρων εργασίας κτλ.: Εργατικά συνδικάτα. Tο συνδικάτο εργατών Tύπου. Tο συνδικάτο των ανθρακωρύχων. Mέλος / διοίκηση / πρόεδρος του συνδικάτου. Ένωση εργατοϋπαλληλικών συνδικάτων κατά πόλεις / κατά επαγγέλματα, εργατικό κέντρο / ομοσπονδία. Πρωτοβάθμιο συνδικάτο. Δευτεροβάθμιο συνδικάτο, ομοσπονδία ή εργατικό κέντρο. Tριτοβάθμιο συνδικάτο, Γενική Συνομοσπονδία Εργατών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback