σταματώ Verb  [stamato, stamatw]

  Verb
(7)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σταματώ

σταματώ mittelgriechisch στάμα (κάθισμα) ἵσταμαι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu σταματώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σταματάω, σταματώσταματάμε, σταματούμε
σταματάςσταματάτε
σταματάει, σταματάσταματάν(ε), σταματούν(ε)
Imper
fekt
σταματούσα, σταμάταγασταματούσαμε, σταματάγαμε
σταματούσες, σταμάταγεςσταματούσατε, σταματάγατε
σταματούσε, σταμάταγεσταματούσαν(ε), σταμάταγαν, σταματάγανε
Aoristσταμάτησασταματήσαμε
σταμάτησεςσταματήσατε
σταμάτησεσταμάτησαν, σταματήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω σταματήσει
έχω σταματημένο
έχουμε σταματήσει
έχουμε σταματημένο
έχεις σταματήσει
έχεις σταματημένο
έχετε σταματήσει
έχετε σταματημένο
έχει σταματήσει
έχει σταματημένο
έχουν σταματήσει
έχουν σταματημένο
Plu
perf
ekt
είχα σταματήσει
είχα σταματημένο
είχαμε σταματήσει
είχαμε σταματημένο
είχες σταματήσει
είχες σταματημένο
είχατε σταματήσει
είχατε σταματημένο
είχε σταματήσει
είχε σταματημένο
είχαν σταματήσει
είχαν σταματημένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σταματάω, θα σταματώθα σταματάμε, θα σταματούμε
θα σταματάςθα σταματάτε
θα σταματάει, θα σταματάθα σταματάν(ε), θα σταματούν(ε)
Fut
ur
θα σταματήσωθα σταματήσουμε, θα σταματήσομε
θα σταματήσειςθα σταματήσετε
θα σταματήσειθα σταματήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σταματήσει
θα έχω σταματημένο
θα έχουμε σταματήσει
θα έχουμε σταματημένο
θα έχεις σταματήσει
θα έχεις σταματημένο
θα έχετε σταματήσει
θα έχετε σταματημένο
θα έχει σταματήσει
θα έχει σταματημένο
θα έχουν σταματήσει
θα έχουν σταματημένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σταματάω, να σταματώνα σταματάμε, να σταματούμε
να σταματάςνα σταματάτε
να σταματάει, να σταματάνα σταματάν(ε), να σταματούν(ε)
Aoristνα σταματήσωνα σταματήσουμε, να σταματήσομε
να σταματήσειςνα σταματήσετε
να σταματήσεινα σταματήσουν(ε)
Perfνα έχω σταματήσει
να έχω σταματημένο
να έχουμε σταματήσει
να έχουμε σταματημένο
να έχεις σταματήσει
να έχεις σταματημένο
να έχετε σταματήσει
να έχετε σταματημένο
να έχει σταματήσει
να έχει σταματημένο
να έχουν σταματήσει
να έχουν σταματημένο
Imper
ativ
Presσταμάτα, σταμάταγεσταματάτε
Aoristσταμάτησε, σταμάτασταματήστε
Part
izip
Presσταματώντας
Perfέχοντας σταματήσει, έχοντας σταματημένο
InfinAoristσταματήσει























Griechische Definition zu σταματώ

σταματώ [stamató] & -άω, -ιέμαι στη σημ. 4 (παθ. στο ενεστ. θ.) μππ. σταματημένος : 1. δε συνεχίζω, προσωρινά ή οριστικά, να κάνω ό,τι έκανα ως τώρα (κίνηση, πράξη, δραστηριότητα, λειτουργία κτλ.). α. (για έμψ.): Σταμάτα να χτυπάς, μας ξεκούφανες, πάψε. Aπογοητευμένοι σταμάτησαν κάθε προσπάθεια, εγκατέλειψαν. Σταμάτησε (από) το διάβασμα. || Σταμάτησε τις σπουδές του στο τρίτο έτος, διέκοψε. β. (για μηχανισμό κτλ.): Tο ρολόι σταμάτησε στις δύο. γ. για διανοητική ή σωματική λειτουργία: Σταμάτησε το μυαλό μου, αδυνατώ να σκεφτώ. Σταματημένο μυαλό, για αργόστροφο άνθρωπο. H καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, έπαψε. ΦΡ σταματά ο νους του ανθρώπου, για κτ. που προκαλεί μεγάλη κατάπληξη. δ. (στο γ' πρόσ., για μετεωρολογικά φαινόμενα): Σταμάτησε να βρέχει. Ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback