σαφής -ής -ές Adj.  [safis -is -es, safhs -hs -es]

  Adj.
(1582)
(633)
  Adj.
(5)
  Adj.
(4)
  Adj.
(3)

GriechischDeutsch
για τα συνδεδεμένα με χρηματιστηριακό δείκτη BFP και για τα έντυπα κανονικά BFP: μια δοκιμή που δεν μπορεί να θεωρηθεί «απόλυτα σαφής», η οποία όμως τείνει σαφώς προς την καταλληλότητα για την αγορά· σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προμήθειες των BFP, σύμφωνα με προσομοιώσεις οι οποίες βασίζονται στην παλινδρόμηση, είναι μικρότερες από την αναμενόμενη τιμή ή εντάσσονται στο διάστημα (αναμενόμενη τιμή + δύο τυπικές αποκλίσεις)·Index-BFP und Standard-BFP in Papierform: Marktkonformität zwar nicht „absolut eindeutig“, aber tendenziell klar nachgewiesen; in diesen Fällen liegen die Provisionen für BFP, im Rahmen von regressionsbasierten Simulationen, entweder unter dem Erwartungswert oder in dem Intervall „Erwartungswert + 2 Standardabweichungen“;

Übersetzung bestätigt

Στην απόφαση 2000/57/ΕΚ πρέπει να υπάρχει σαφής αντιστοιχία με τις διατάξεις της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται ή πρόκειται να ληφθούν για την πρόληψη και τον έλεγχο της διασποράς των μεταδοτικών νόσων.In der Entscheidung 2000/57/EG sollte die Bestimmungen der Entscheidung Nr. 2119/98/EG in Bezug auf die getroffenen oder geplanten Maßnahmen zur Verhütung und Eindämmung übertragbarer Krankheiten klar zum Ausdruck kommen.

Übersetzung bestätigt

Η κοινοποίηση πρέπει να είναι σαφής και να αποτρέπει την παροχή συγκεχυμένων πληροφοριών.Die Mitteilung sollte klar und deutlich sein und möglichst keine ungenauen Angaben enthalten.

Übersetzung bestätigt

Δεν απαγορεύεται η χρήση εναλλακτικών περιγραφών, εφόσον η έννοια είναι σαφής.Er untersagt nicht die Verwendung anderer Bezeichnungen, solange deren Bedeutung klar verständlich ist.

Übersetzung bestätigt

Εάν συμβεί αυτό, θα υπάρξει σαφής αρνητικός αντίκτυπος στην κατάσταση των προμηθευτών πρώτων υλών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.Sollte dies eintreten, hätte es klar negative Auswirkungen auf die Lage der Rohstofflieferanten des Wirtschaftszweigs der Gemeinschaft.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • σαφής (maskulin)
  • σαφής (feminin)
  • σαφές (neutrum)


Griechische Definition zu σαφής -ής -ές

σαφής -ής -ές [safís] : 1. που το νόημά του γίνεται αμέσως κατανοητό, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολία: H απάντησή του ήταν απόλυτα σαφής -ής -ές. Οι όροι της συμφωνίας ήταν σαφείς. Οι προθέσεις του δεν είναι απόλυτα σαφείς. Mου έδωσε σαφείς οδηγίες. (γνωμ.) σοφόν το σαφές, η σαφήνεια του λόγου είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων. || που σχηματίζεται στη συνείδηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για σύγχυση ή αμφιβολία: Είχε σαφή αντίληψη / εικόνα της κατάστασης. Δεν υπάρχει σαφής -ής -ές διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback