πύλη altgriechisch πύλη
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών (geoportal) Inspire σε κοινοτικό επίπεδο. | Die Kommission schafft und betreibt ein Geo-Portal INSPIRE auf Gemeinschaftsebene. Übersetzung bestätigt |
«δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών Inspire»: ιστοσελίδα, ή ισοδύναμο μέσο, που παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του άρθρου 11 παράγραφος 1· | „Geo-Portal INSPIRE“ eine Internetseite oder eine vergleichbare Organisationsstruktur, die Zugang zu den in Artikel 11 Absatz 1 genannten Diensten bietet; Übersetzung bestätigt |
Νέος στόχος: δείκτες Υγείας (ECHI) σε περιφερειακό επίπεδο, ολοκλήρωση της βάσης δεδομένων για τους τραυματισμούς, ευρωπαϊκή πύλη για τη δημόσια υγεία· | Neuer Schwerpunkt: Gesundheitsindikatoren (ECHI) auf regionaler Ebene, Fertigstellung der Verletzungsdatenbank, Europäisches Portal für öffentliche Gesundheit; Übersetzung bestätigt |
Η πύλη αυτή θα μπορούσε είτε να στεγάζεται σε κάποιον υπολογιστή/εξυπηρετητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε από την εθνική υπηρεσία αρχείων ενός κράτους μέλους. | Dieses Internet-Portal könnte sich entweder auf einem Server der Europäischen Union befinden oder vom Nationalarchiv eines Mitgliedstaats betreut werden. Übersetzung bestätigt |
Ιδίως η «Πανευρωπαϊκή δικτυακή πύλη κινητικότητας ερευνητών», καθώς και τα αντίστοιχα εθνικά εργαλεία, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τους ερευνητές. | Insbesondere das „Pan-european Researchers Mobility Web Portal“ und gleichartige nationale Instrumente stellen eine wichtige Informationsquelle für Forscher dar. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
πύλη η [pídiv] : 1. χαρακτηρισμός ειδικά κατασκευασμένης εισόδου: α. σε κτίριο ή σε άλλο κλειστό χώρο συνήθ. δημόσιου χαρακτήρα: H πύλη του ανακτόρου / του ναού / του πανεπιστημίου. Kεντρική πύλη. H πύλη του Παραδείσου / του Άδη. Ωραία Πύλη, η μεσαία από τις τρεις πόρτες που οδηγούν από τον κυρίως ναό στο ιερό. (Yψηλή) Πύλη, η οθωμανική κυβέρνη ση. β. σε οχυρωμένο και ιδίως περιτειχισμένο χώρο: Οι πύλες του τείχους / του φρουρίου / του στρατοπέδου. Φρουρός της πύλης. Aνοίγουν οι πύλες, επιτρέπεται η είσοδος και με επέκταση για παράδοση σε κπ. || (σε ονομασία): Πύλη των Λεόντων / του Aδριανού. ΦΡ προ των πυλών, για κίνδυνο που πλησιάζει απειλητικά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.