1) α) (Τοπ., συνηθέστ. με ρ. κίνησης) πίσω, προς τα πίσω
: (Διγ. Esc. 310)·
να εβγεί … να φαν αντάμα οι δύο αφέντες και πάλι ας μισέψει (Απολλών. 634)·
β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «πίσω»)
: πάλιν οπισθοπόδησα (Προδρ. I 232· Σφρ., Χρον. 2017).
2) (Χρον.) ξανά, πάλι, εκ νέου, ακόμη μία φορά
α) (για να δηλωθεί επανάληψη μιας πράξης ή επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση)
: (Διγ. Z 3144)·
των ανθρώπων την φυλήν πάλε να την συστήσει (ενν. ο Θεός) (Συναξ. γυν. 44)·
α φουσκώσει (ενν. η θάλασσα) μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι (Πανώρ. Β́ 258)·
β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «ξανά»)
: μ’ αναστεναμούς πολλούς να ξαναλέγεις πάλι (Πανώρ. Γ́ 175· Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 76)·
γ) (στην αρχή αφήγησης για να εισαγάγει τη συνέχεια ενός κεφαλαίου η εξιστόρηση του οποίου είχε διακοπεί)
: Πάλε ας έρτομεν εις τον ρήγα (Μαχ. 23014· Χρον. Μορ. H 6817)·
φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) πάλιν τον λόγον (μου), βλ. αλλάσσω IΆ1 φρ.·
δ) (σε ιδιάζ. χρ., για να δώσει έμφαση)
: Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δεύτερον σε γράφω (Προδρ. III 273‑7 χφ P κριτ. υπ.· Πουλολ. 24)·
(στο τέλος μιας μεγάλης αφήγησης)
: Τέλος της Κρήτης ο χαλασμός και πάλι τέλος (Σκλάβ. 284· Προδρ. IV 665‑6 χφ P κριτ. υπ).
3) (Με αντιθετική σημασ.)
α) (μόνο του ή έπειτα από ονόματα προσώπων και προσωπ. αντων.) εξάλλου, από το άλλο μέρος, όμως
: (Θρ. Κύπρ. M 686), (Χρον. Τόκκων 111)·
εκείνοι τα λαβράκια …, ημείς δε πάλιν τρώγομεν αυτό το πώς το λέγουν (Προδρ. IV 412)·
β) (συνοδευόμενο από το σύνδ.
και σε υποθ. πρόταση που αποτελεί αντίθεση προς μια προηγ. υποθ. πρόταση) αν όμως
: (Διαθ. 17. αι. 3101)·
αν ήθελεν ευρεθεί τινάς … αφορμή να μισέψει ο λεγόμενος καλόγερος, να μπορεί να πλερώνεται …· πάλι και ήθελεν μισέψει δίχως αφορμή, να χάνει ό,τι κόπους και αγομέντα έκαμεν (Βαρούχ. 15513)·
γ) (μόνο του ή συνηθέστ. με το
και ή το
μα σε πρόταση που εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς μια άλλη προηγ. πρόταση) μολαταύτα, εντούτοις, παρόλ’ αυτά
: (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [136]), (Πανώρ. Ά 212)·
Εγώ 'μαι που σε έκρυψα, και πάλ’ εμένα βρίζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 12624)·
ελόγιασα να σκοτωθώ … Μα πάλι δεν ηθέλησα να χάσω τη ζωή μου (Ερωφ. Δ́ 217).
4) (Για να δηλωθεί αμοιβαιότητα, διαδοχή, χρονική ακολουθία) με τη σειρά, στη συνέχεια, έπειτα
: (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 609)·
ο Πώρος τον απεκρίθη και είπε πάλε του Φιλόνη (Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9314).
5) (Με προσθετική σημασ.) ακόμη, επίσης, επιπλέον
: εθλίβη το μεγάλως (ενν. ο πρίγκιπας)· το πρώτον … ότι ήτον (ενν. ο ανεψιός του) καλλιότερος εις όλους τους στρατιώτες … και πάλε, διατό … απίστησεν τον αφέντη του (Χρον. Μορ. H 3256· Χρον. Μορ. H 8952)·
(σε προεξαγγελτική παράθεση)
: πάλε άλλο χειρότερον …,·με τριακόσιους εκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε (Χρον. Μορ. H 5010)·
(για να εισαγάγει νέο κεφάλαιο στην αφήγηση)
: Πάλιν πώς εσκοτώθηκεν ο Κύρος άκουσέ το (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 611).
[αρχ. επίρρ. πάλιν. Ο τ. ‑ε στο Somav. (‑αι) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ι ήδη μτγν. και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]