νομιμοποιώ Verb  [nomimopio, nomimopoiw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu νομιμοποιώ

νομιμοποιώ νόμιμος + -ο- + -ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch légitimer)


GriechischDeutsch
Δουλειά μου είναι να τους νομιμοποιώ.Meine Aufgabe ist es, sie zu legitimieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu νομιμοποιώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νομιμοποιώνομιμοποιούμενομιμοποιούμαινομιμοποιούμαστε, νομιμοποιόμαστε
νομιμοποιείςνομιμοποιείτενομιμοποιείσαινομιμοποιείστε, νομιμοποιόσαστε
νομιμοποιείνομιμοποιούν(ε)νομιμοποιείταινομιμοποιούνται
Imper
fekt
νομιμοποιούσανομιμοποιούσαμενομιμοποιούμουν
νομιμοπιόμουν(α)
νομιμοποιούμαστε
νομιμοποιόμαστε, νομιμοποιόμασταν
νομιμοποιούσεςνομιμοποιούσατενομιμοποιόσουν(α)νομιμοποιόσαστε, νομιμοποιόσασταν
νομιμοποιούσενομιμοποιούσαν(ε)νομιμοποιούνταν, νομιμοποιείτο
νομιμοποιόταν(ε)
νομιμοποιούνταν, νομιμοποιούντο
νομιμοποιόνταν(ε), νομιμοποιόντουσαν
Aoristνομιμοποίησανομιμοποιήσαμενομιμοποιήθηκανομιμοποιηθήκαμε
νομιμοποίησεςνομιμοποιήσατενομιμοποιήθηκεςνομιμοποιηθήκατε
νομιμοποίησενομιμοποίησαν, νομιμοποιήσαν(ε)νομιμοποιήθηκενομιμοποιήθηκαν, νομιμοποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω νομιμοποιήσει
έχω νομιμοποιημένο
έχουμε νομιμοποιήσει
έχουμε νομιμοποιημένο
έχω νομιμοποιηθεί
είμαι νομιμοποιημένος, -η
έχουμε νομιμοποιηθεί
είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες
έχεις νομιμοποιήσει
έχεις νομιμοποιημένο
έχετε νομιμοποιήσει
έχετε νομιμοποιημένο
έχεις νομιμοποιηθεί
είσαι νομιμοποιημένος, -η
έχετε νομιμοποιηθεί
είστε νομιμοποιημένοι, -ες
έχει νομιμοποιήσει
έχει νομιμοποιημένο
έχουν νομιμοποιήσει
έχουν νομιμοποιημένο
έχει νομιμοποιηθεί
είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο
έχουν νομιμοποιηθεί
είναι νομιμοποιημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα νομιμοποιήσει
είχα νομιμοποιημένο
είχαμε νομιμοποιήσει
είχαμε νομιμοποιημένο
είχα νομιμοποιηθεί
ήμουν νομιμοποιημένος, -η
είχαμε νομιμοποιηθεί
ήμαστε νομιμοποιημένοι, -ες
είχες νομιμοποιήσει
είχες νομιμοποιημένο
είχατε νομιμοποιήσει
είχατε νομιμοποιημένο
είχες νομιμοποιηθεί
ήσουν νομιμοποιημένος, -η
είχατε νομιμοποιηθεί
ήσαστε νομιμοποιημένοι, -ες
είχε νομιμοποιήσει
είχε νομιμοποιημένο
είχαν νομιμοποιήσει
είχαν νομιμοποιημένο
είχε νομιμοποιηθεί
ήταν νομιμοποιημένος, -η, -ο
είχαν νομιμοποιηθεί
ήταν νομιμοποιημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νομιμοποιώθα νομιμοποιούμεθα νομιμοποιούμαιθα νομιμοποιούμαστε, θα νομιμοποιόμαστε
θα νομιμοποιείςθα νομιμοποιείτεθα νομιμοποιείσαιθα νομιμοποιείστε, θα νομιμοποιόσαστε
θα νομιμοποιείθα νομιμοποιούν(ε)θα νομιμοποιείταιθα νομιμοποιούνται
Fut
ur
θα νομιμοποιήσωθα νομιμοποιήσουμεθα νομιμοποιηθώθα νομιμοποιηθούμε
θα νομιμοποιήσειςθα νομιμοποιήσετεθα νομιμοποιηθείςθα νομιμοποιηθείτε
θα νομιμοποιήσειθα νομιμοποιήσουν(ε)θα νομιμοποιηθείθα νομιμοποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νομιμοποιήσει
θα έχω νομιμοποιημένο
θα έχουμε νομιμοποιήσει
θα έχουμε νομιμοποιημένο
θα έχω νομιμοποιηθεί
θα είμαι νομιμοποιημένος, -η
θα έχουμε νομιμοποιηθεί
θα είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες
θα έχεις νομιμοποιήσει
θα έχεις νομιμοποιημένο
θα έχετε νομιμοποιήσει
θα έχετε νομιμοποιημένο
θα έχεις νομιμοποιηθεί
θα είσαι νομιμοποιημένος, -η
θα έχετε νομιμοποιηθεί
θα είστε νομιμοποιημένοι, -η
θα έχει νομιμοποιήσει
θα έχει νομιμοποιημένο
θα έχουν νομιμοποιήσει
θα έχουν νομιμοποιημένο
θα έχει νομιμοποιηθεί
θα είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο
θα έχουν νομιμοποιηθεί
θα είναι νομιμοποιημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νομιμοποιώνα νομιμοποιούμενα νομιμοποιούμαινα νομιμοποιούμαστε, να νομιμοποιόμαστε
να νομιμοποιείςνα νομιμοποιείτενα νομιμοποιείσαινα νομιμοποιείστε, να νομιμοποιόσαστε
να νομιμοποιείνα νομιμοποιούν(ε)να νομιμοποιείταινα νομιμοποιούνται
Aoristνα νομιμοποιήσωνα νομιμοποιήσουμε, να νομιμοποιήσομενα νομιμοποιηθώνα νομιμοποιηθούμε
να νομιμοποιήσειςνα νομιμοποιήσετενα νομιμοποιηθείςνα νομιμοποιηθείτε
να νομιμοποιήσεινα νομιμοποιήσουν(ε)να νομιμοποιηθείνα νομιμοποιηθούν(ε)
Perfνα έχω νομιμοποιήσει
να έχω νομιμοποιημένο
να έχουμε νομιμοποιήσει
να έχουμε νομιμοποιημένο
να έχω νομιμοποιηθεί
να είμαι νομιμοποιημένος, -η
να έχουμε νομιμοποιηθεί
να είμαστε νομιμοποιημένοι, -ες
να έχεις νομιμοποιήσει
να έχεις νομιμοποιημένο
να έχετε νομιμοποιήσει
να έχετε νομιμοποιημένο
να έχεις νομιμοποιηθεί
να είσαι νομιμοποιημένος, -η
να έχετε νομιμοποιηθεί
να είστε νομιμοποιημένοι, -ες
να έχει νομιμοποιήσει
να έχει νομιμοποιημένο
να έχουν νομιμοποιήσει
να έχουν νομιμοποιημένο
να έχει νομιμοποιηθεί
να είναι νομιμοποιημένος, -η, -ο
να έχουν νομιμοποιηθεί
να είναι νομιμοποιημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presνομιμοποιείτενομιμοποιείστε
Aoristνομιμοποίησενομιμοποιήστε, νομιμοποιήσετενομιμοποιήσουνομιμοποιηθείτε
Part
izip
Presνομιμοποιώντας
Perfέχοντας νομιμοποιήσει, έχοντας νομιμοποιημένονομιμοποιημένος, -η, -ονομιμοποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristνομιμοποιήσεινομιμοποιηθεί







Griechische Definition zu νομιμοποιώ

νομιμοποιώ [nomimopió] -ούμαι : 1.κάνω νόμιμη μια πράξη ή μια κατάσταση που είχε γίνει ή είχε δημιουργηθεί, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες: νομιμοποιώ ένα γάμο / έναν παράνομο δεσμό / ένα εξώγαμο παιδί. νομιμοποιώ ένα κόμμα που είναι παράνομο. Nομιμοποιήθηκαν τα παράνομα / αυθαίρετα σπίτια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback