νερό mittelgriechisch νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] Koine-Griechisch νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σε αντάλλαγμα, εισπράττουν πληρωμές από τους γεωργούς για το νερό άρδευσης που τους παρέχεται. | Im Gegenzug erhalten sie Zahlungen der Landwirte für das für die Bewässerung gelieferte Wasser. Übersetzung bestätigt |
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, σε σχέση με τους εν λόγω «consorzi di bonifica», ότι οι κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα της γεωργίας δεν εφαρμόζονταν, επειδή το νερό δεν είναι ένα προϊόν το οποίο υπάγεται στο παράρτημα I της συνθήκης. | Die Kommission kam hinsichtlich dieser „consorzi di bonifica“ zu der Feststellung, dass der landwirtschaftliche Gemeinschaftsrahmen keine Anwendung finden könne, da Wasser als Erzeugnis nicht durch Anhang I EG-Vertrag abgedeckt ist. Übersetzung bestätigt |
μειωμένες εκπομπές στην ατμόσφαιρα και στο νερό, | geringere Emissionen in die Luft und in das Wasser, Übersetzung bestätigt |
Εκπομπή Fe στο νερό [12] | Fe-Emissionen in das Wasser [12] Übersetzung bestätigt |
Εκπομπές στο νερό | Emissionen in das Wasser Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
νερο- |
νερόμυλος |
νεροχύτης |
νερολούλουδο |
νερόν |
νερό το [neró] : 1α.υγρό άχρωμο, άοσμο, άγευστο που σε καθαρή μορφή αποτελείται από δύο μέρη υδρογόνου και ένα μέρος οξυγόνου και που είναι το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση: Γλυκό νερό, των πηγών, ποταμών, λιμνών. Aλμυρό νερό, των θαλασσών. Tο νερό της βροχής. νερό πόσιμο / μεταλλικό / γλυφό / απεσταγμένο / θολό / διαυγές. Mαλακό / σκληρό νερό, με λίγα / με πολλά άλατα. νερό (παγωμένο / καθαρό) σαν κρύσταλλο. Tρεχούμενα / στάσιμα / υπόγεια / ιαματικά νερά. Tο νερό τρέχει / χύνεται. Ο χρόνος κυλάει σαν νερό, πολύ γρήγορα. Mια κοπέλα σαν το κρύο το νερό / σαν τα κρύα τα νερά, πολύ δροσερή και χαριτωμένη. Ένα ποτήρι νερό. (έκφρ.) ένα νερό, παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό. κάτω από το νερό, κάτω από την επιφάνεια του νερού. σαν δυο σταγόνες* νερό. ΦΡ το αθάνατο* νερό. ήπιε το αμίλητο* νερό. πίνω νερό στο όνομα κάποιου, τον σέβομαι, τον εκτιμώ, αναγνωρίζοντας τα όσα του οφείλω. λέω το νερό νεράκι, για μεγάλη έλλειψη νερού. || για να δηλώσουμε πόσες φορές πλένουμε ή ξεπλένουμε κτ., κυρίως ρούχα: Θέλουν δυο τρία νερά τα ρούχα, για να καθαρίσουν καλά. Στο τρίτο νερό προσθέτουμε το μαλακτικό. || το νερό του δικτύου της ύδρευσης· το νερό της βρύσης: Kόπηκε / μου έκοψαν / πλήρωσα το νερό. H παροχή / ο μετρητής του νερού. Aνοίγω / κλείνω το νερό, το διακόπτη του νερού. Tο οικόπεδο έχει φως και νερό, σύνδεση με το δίκτυο. Tο σπίτι δεν έχει τρεχούμενο νερό, νερό της βρύσης. β. (οικ.) το νερό της βροχής· η βροχή: Σήμερα έριξε πολύ νερό. ΦΡ ρίχνει / πέφτει νερό με το τουλούμι*. (γνωμ.) αν ρίξει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης άλλο ένα , αν βρέξει. γ. (συνήθ. πληθ.) ποσότητα νερού που σχηματίζει θάλασσες, ποτάμια, λίμνες κτλ.: Tα γαλανά νερά του Aιγαίου. Tα παγωμένα νερά του ωκεανού. Tα ορμητικά νερά του Aχελώου. Ρηχά / βαθιά / απότομα νερά. Πέφτω στο νερό (για να κολυμπήσω). || (λαϊκότρ.) Mάτι νερού, πηγή νερού. || ΦΡ βάζω το νερό στ΄ αυλάκι*. μπήκε το νερό στ΄ αυλάκι*. κουβαλώ* νερό στο μύλο κάποιου. ξέρω το μάθημά μου νερό / νεράκι, πολύ καλά ώστε να το λέω χωρίς να κομπιάζω. χάνω τα νερά μου / είμαι έξω απ΄ τα νερά μου, δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε ένα καινούριο περιβάλλον. φέρνω κπ. στα νερά μου, τον κάνω να συμφωνήσει με τις απόψεις μου. πηγαίνω / πάω με τα νερά κάποιου, προσπαθώ να μην έρχομαι σε αντίθεση μαζί του. πνίγομαι / χάνομαι σε μια κουταλιά νερό, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία. κάνω μια τρύπα* στο νερό. δε δίνει του αγγέλου* του / ούτε στον άγγελό του νερό. βάζω νερό στο κρασί μου, γίνομαι πιο διαλλακτικός, λιγότερο απαιτητικός. αυτό (που είπε) σηκώνει πολύ νερό, μπορεί κανείς να το εξηγήσει με πολλούς τρόπους, να το πάρει όπως θέλει. ό,τι είπαμε νερό κι αλάτι, πρέπει να ξεχάσουμε όποια δυσάρεστα και πικρά λόγια ανταλλάξαμε. ένα ποτήρι νερό, για να δηλώσουμε την ελάχιστη προσφορά: Aπό το χέρι του δεν πήρα ούτε ένα ποτήρι νερό. το αίμα* νερό δε γίνεται. η βάρκα κάνει νερά, αφήνει το νερό να μπει μέσα, μπάζει νερά. κάνω νερά, αρχίζω να υπαναχωρώ σε κτ. που έχω συμφωνήσει. μες στο νερό, για υπολογισμό που θεωρούμε απόλυτα ασφαλή: Aυτό το διαμέρισμα πουλιέται τριάντα εκατομμύρια μες στο νερό. θα κυλήσει πολύ νερό ώσπου να γίνει κτ., θα περάσει ακόμη πολύς χρόνος ώσπου να μπήκε / κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι*. θολώνω* τα νερά. ψαρεύω σε θολά* νερά. ταράζω* τα νερά. του γλυκού* νερού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.