μαντεύω Verb  [mantevo, manteyw]

  Verb
(21)
  Verb
(8)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μαντεύω

μαντεύω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Απλώς θέλω να καταλάβετε ότι δε χρειάζεται να αγχώνεστε αν σκέφτεστε "παιδι, κάθε φορά που κάνω αυτό το βήμα είναι σαν"-να χρειάζεται να μαντεύω τον αριθμό αντί για κάποια μέθοδο".Ich will nur, dass Du weisst, dass Du nicht nervös werden musst, weil, also jedes mal wenn ich das mache ist es ich muss auch raten was für eine Zahl das ist weils kein Rezept dafür gibt.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μαντεύω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαντεύωμαντεύουμε, μαντεύομε
μαντεύειςμαντεύετε
μαντεύειμαντεύουν(ε)
Imper
fekt
μάντευαμαντεύαμε
μάντευεςμαντεύατε
μάντευεμάντευαν, μαντεύαν(ε)
Aoristμάντεψαμαντέψαμε
μάντεψεςμαντέψατε
μάντεψεμάντεψαν, μαντέψαν(ε)
Per
fekt
έχω μαντέψειέχουμε μαντέψει
έχεις μαντέψειέχετε μαντέψει
έχει μαντέψειέχουν μαντέψει
Plu
per
fekt
είχα μαντέψειείχαμε μαντέψει
είχες μαντέψειείχατε μαντέψει
είχε μαντέψειείχαν μαντέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαντεύωθα μαντεύουμε, θα μαντεύομε
θα μαντεύειςθα μαντεύετε
θα μαντεύειθα μαντεύουν(ε)
Fut
ur
θα μαντέψωθα μαντέψουμε, θα μαντέψομε
θα μαντέψειςθα μαντέψετε
θα μαντέψειθα μαντέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαντέψειθα έχουμε μαντέψει
θα έχεις μαντέψειθα έχετε μαντέψει
θα έχει μαντέψειθα έχουν μαντέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαντεύωνα μαντεύουμε, να μαντεύομε
να μαντεύειςνα μαντεύετε
να μαντεύεινα μαντεύουν(ε)
Aoristνα μαντέψωνα μαντέψουμε, να μαντέψομε
να μαντέψειςνα μαντέψετε
να μαντέψεινα μαντέψουν(ε)
Perfνα έχω μαντέψεινα έχουμε μαντέψει
να έχεις μαντέψεινα έχετε μαντέψει
να έχει μαντέψεινα έχουν μαντέψει
Imper
ativ
Presμάντευεμαντεύετε
Aoristμάντεψεμαντέψτε, μαντεύτε
Part
izip
Presμαντεύοντας
Perfέχοντας μαντέψει
InfinAoristμαντέψει



Person Wortform
Präsens ich rate
du rätst
er, sie, es rät
Präteritum ich riet
Konjunktiv II ich riete
Imperativ Singular rate!
rat!
Plural ratet!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
geraten haben
Alle weiteren Formen: Flexion:raten







Griechische Definition zu μαντεύω

μαντεύω [mandévo] -ομαι : 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ. πριν δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις· (πρβ. προαισθάνομαι): Mαντεύουμε την ύπαρξή του χωρίς να τον βλέπουμε. Mπορείς να μαντέψεις τι σου έφερα; μαντεύω τη σκέψη κάποιου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback