raten
 Verb

μαντεύω Verb
(21)
συμβουλεύω Verb
(20)
νουθετεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will nur, dass Du weisst, dass Du nicht nervös werden musst, weil, also jedes mal wenn ich das mache ist es ich muss auch raten was für eine Zahl das ist weils kein Rezept dafür gibt.Απλώς θέλω να καταλάβετε ότι δε χρειάζεται να αγχώνεστε αν σκέφτεστε "παιδι, κάθε φορά που κάνω αυτό το βήμα είναι σαν"-να χρειάζεται να μαντεύω τον αριθμό αντί για κάποια μέθοδο".

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik


Person Wortform
Präsens ich rate
du rätst
er, sie, es rät
Präteritum ich riet
Konjunktiv II ich riete
Imperativ Singular rate!
rat!
Plural ratet!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
geraten haben
Alle weiteren Formen: Flexion:raten



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαντεύωμαντεύουμε, μαντεύομε
μαντεύειςμαντεύετε
μαντεύειμαντεύουν(ε)
Imper
fekt
μάντευαμαντεύαμε
μάντευεςμαντεύατε
μάντευεμάντευαν, μαντεύαν(ε)
Aoristμάντεψαμαντέψαμε
μάντεψεςμαντέψατε
μάντεψεμάντεψαν, μαντέψαν(ε)
Per
fekt
έχω μαντέψειέχουμε μαντέψει
έχεις μαντέψειέχετε μαντέψει
έχει μαντέψειέχουν μαντέψει
Plu
per
fekt
είχα μαντέψειείχαμε μαντέψει
είχες μαντέψειείχατε μαντέψει
είχε μαντέψειείχαν μαντέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαντεύωθα μαντεύουμε, θα μαντεύομε
θα μαντεύειςθα μαντεύετε
θα μαντεύειθα μαντεύουν(ε)
Fut
ur
θα μαντέψωθα μαντέψουμε, θα μαντέψομε
θα μαντέψειςθα μαντέψετε
θα μαντέψειθα μαντέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαντέψειθα έχουμε μαντέψει
θα έχεις μαντέψειθα έχετε μαντέψει
θα έχει μαντέψειθα έχουν μαντέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαντεύωνα μαντεύουμε, να μαντεύομε
να μαντεύειςνα μαντεύετε
να μαντεύεινα μαντεύουν(ε)
Aoristνα μαντέψωνα μαντέψουμε, να μαντέψομε
να μαντέψειςνα μαντέψετε
να μαντέψεινα μαντέψουν(ε)
Perfνα έχω μαντέψεινα έχουμε μαντέψει
να έχεις μαντέψεινα έχετε μαντέψει
να έχει μαντέψεινα έχουν μαντέψει
Imper
ativ
Presμάντευεμαντεύετε
Aoristμάντεψεμαντέψτε, μαντεύτε
Part
izip
Presμαντεύοντας
Perfέχοντας μαντέψει
InfinAoristμαντέψει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμβουλεύωσυμβουλεύουμε, συμβουλεύομεσυμβουλεύομαισυμβουλευόμαστε
συμβουλεύειςσυμβουλεύετεσυμβουλεύεσαισυμβουλεύεστε, συμβουλευόσαστε
συμβουλεύεισυμβουλεύουν(ε)συμβουλεύεταισυμβουλεύονται
Imper
fekt
συμβούλευασυμβουλεύαμεσυμβουλευόμουν(α)συμβουλευόμαστε, συμβουλευόμασταν
συμβούλευεςσυμβουλεύατεσυμβουλευόσουν(α)συμβουλευόσαστε, συμβουλευόσασταν
συμβούλευεσυμβούλευαν, συμβουλεύαν(ε)συμβουλευόταν(ε)συμβουλεύονταν, συμβουλευόντανε, συμβουλευόντουσαν
Aoristσυμβούλεψασυμβουλέψαμεσυμβουλεύτηκασυμβουλευτήκαμε
συμβούλεψεςσυμβουλέψατεσυμβουλεύτηκεςσυμβουλευτήκατε
συμβούλεψεσυμβούλεψαν, συμβουλέψαν(ε)συμβουλεύτηκεσυμβουλεύτηκαν, συμβουλευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συμβουλέψειέχουμε συμβουλέψειέχω συμβουλευτείέχουμε συμβουλευτεί
έχεις συμβουλέψειέχετε συμβουλέψειέχεις συμβουλευτείέχετε συμβουλευτεί
έχει συμβουλέψειέχουν συμβουλέψειέχει συμβουλευτείέχουν συμβουλευτεί
Plu
per
fekt
είχα συμβουλέψειείχαμε συμβουλέψειείχα συμβουλευτείείχαμε συμβουλευτεί
είχες συμβουλέψειείχατε συμβουλέψειείχες συμβουλευτείείχατε συμβουλευτεί
είχε συμβουλέψειείχαν συμβουλέψειείχε συμβουλευτείείχαν συμβουλευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμβουλεύωθα συμβουλεύουμε, θα συμβουλεύομεθα συμβουλεύομαιθα συμβουλευόμαστε
θα συμβουλεύειςθα συμβουλεύετεθα συμβουλεύεσαιθα συμβουλεύεστε, θα συμβουλευόσαστε
θα συμβουλεύειθα συμβουλεύουν(ε)θα συμβουλεύεταιθα συμβουλεύονται
Fut
ur
θα συμβουλέψωθα συμβουλέψουμε, θα συμβουλέψομεθα συμβουλευτώθα συμβουλευτούμε
θα συμβουλέψειςθα συμβουλέψετεθα συμβουλευτείςθα συμβουλευτείτε
θα συμβουλέψειθα συμβουλέψουν(ε)θα συμβουλευτείθα συμβουλευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμβουλέψειθα έχουμε συμβουλέψειθα έχω συμβουλευτείθα έχουμε συμβουλευτεί
θα έχεις συμβουλέψειθα έχετε συμβουλέψειθα έχεις συμβουλευτείθα έχετε συμβουλευτεί
θα έχει συμβουλέψειθα έχουν συμβουλέψειθα έχει συμβουλευτείθα έχουν συμβουλευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμβουλεύωνα συμβουλεύουμε, να συμβουλεύομενα συμβουλεύομαινα συμβουλευόμαστε
να συμβουλεύειςνα συμβουλεύετενα συμβουλεύεσαινα συμβουλεύεστε, να συμβουλευόσαστε
να συμβουλεύεινα συμβουλεύουν(ε)να συμβουλεύεταινα συμβουλεύονται
Aoristνα συμβουλέψωνα συμβουλέψουμε, να συμβουλέψομενα συμβουλευτώνα συμβουλευτούμε
να συμβουλέψειςνα συμβουλέψετενα συμβουλευτείςνα συμβουλευτείτε
να συμβουλέψεινα συμβουλέψουν(ε)να συμβουλευτείνα συμβουλευτούν(ε)
Perfνα έχω συμβουλέψεινα έχουμε συμβουλέψεινα έχω συμβουλευτείνα έχουμε συμβουλευτεί
να έχεις συμβουλέψεινα έχετε συμβουλέψεινα έχεις συμβουλευτείνα έχετε συμβουλευτεί
να έχει συμβουλέψεινα έχουν συμβουλέψεινα έχει συμβουλευτείνα έχουν συμβουλευτεί
Imper
ativ
Presσυμβούλευεσυμβουλεύετεσυμβουλεύεστε
Aoristσυμβούλεψεσυμβουλέψτε, συμβουλεύτεσυμβουλέψουσυμβουλευτείτε
Part
izip
Presσυμβουλεύοντας
Perfέχοντας συμβουλέψει
InfinAoristσυμβουλέψεισυμβουλευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback