συνιστώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie würden ihm dann anraten, auf "schuldig" zu plädieren, und die Juwelen zu übergeben, um die Haftstrafe zu verkürzen. | Τότε θα τον συμβουλεύατε να ζητήσει να κριθεί ένοχος, και να παραδώσει τα κλοπιμαία για να μειωθεί η ποινή. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich würde es dir ernsthaft anraten. | Σου το συvιστώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Und wenn heute dieser Punkt durch die uns hier vorliegenden Beweise noch gestützt wird, dann wird uns die Regierung dringend anraten, Captain Williams mit sofortiger Wirkung aus der Armee zu entlassen. | Τα στοιχεία θα παρουσιαστούν εδώ σήμερα. Υποστηρίζοντας αυτά τα στοιχεία... η κυβέρνηση θα προτείνει την απομάκρυνση της Λοχαγού Γουίλιαμς από τα καθήκοντα της στην Εθνική Φρουρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich möchte der Versammlung in dieser Krise gleich eine Abstimmung anraten: | Θα ηθελα εν μεσω αυτης της κρισης Να προτεινω ψηφιση: Übersetzung nicht bestätigt |
Sehen Sie, wenn er Gewicht zu verlieren hätte,... würde ich eine Diät und Sport anraten. | Αν έπρεπε να χάσει βάρος, θα του σύστηνα δίαιτα και γυμναστική. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anraten |
raten |
Rat geben |
ans Herz legen |
(jemandem) zuraten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνιστώ, συστήνω | συνιστούμε | συνιστώμαι | (συνιστόμαστε, συνιστώμεθα) |
συνιστάς | συνιστάτε | συνιστάσαι | (συνιστάστε, συνιστάσθε) | ||
συνιστά | συνιστούν(ε) | συνιστάται | συνιστώνται | ||
Imper fekt | συνιστούσα | συνιστούσαμε | |||
συνιστούσες | συνιστούσατε | ||||
συνιστούσε | συνιστούσαν(ε) | συνίστατο | συνίσταντο | ||
Aorist | σύστησα, συνέστησα | συστήσαμε | συστάθηκα, συνεστήθην | συσταθήκαμε | |
σύστησες, συνέστησες | συστήσατε | συστάθηκες, συνεστήθης | συσταθήκατε | ||
σύστησε, συνέστησε | συνέστησαν, συστήσαν(ε) | συστάθηκε, συνεστήθη | συστάθηκαν, συσταθήκαν(ε), συνέστησαν | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνιστώ | θα συνιστούμε | θα συνιστώμαι | (θα συνιστόμαστε, θα συνιστώμεθα) | |
θα συνιστάς | θα συνιστάτε | θα συνιστάσαι | (θα συνιστάστε, θα συνιστάσθε) | ||
θα συνιστά | θα συνιστούν(ε) | θα συνιστάται | θα συνιστώνται | ||
Fut ur | θα συστήσω | θα συστήσουμε, | θα συσταθώ | θα συσταθούμε | |
θα συστήσεις | θα συστήσετε | θα συσταθείς | θα συσταθείτε | ||
θα συστήσει | θα συστήσουν(ε) | θα συσταθεί | θα συσταθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνιστώ | να συνιστούμε | να συνιστώμαι | (να συνιστόμαστε, να συνιστώμεθα) |
να συνιστάς | να συνιστάτε | να συνιστάσαι | (να συνιστάστε, να συνιστάσθε) | ||
να συνιστά | να συνιστούν(ε) | να συνιστάται | να συνιστώνται | ||
Aorist | να συστήσω | να συστήσουμε, | να συσταθώ | να συσταθούμε | |
να συστήσεις | να συστήσετε | να συσταθείς | να συσταθείτε | ||
να συστήσει | να συστήσουν(ε) | να συσταθεί | να συσταθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συνιστάτε | (συνιστάστε, συνιστάσθε) | ||
Aorist | σύστησε | συστήστε, συστήσετε | συστήσου | συσταθείτε | |
Part izip | Pres | συνιστώντας | συνιστώμενος | ||
Perf | έχοντας συστήσει | συστημένος, -η, -ο | συστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συστήσει | συσταθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.