κατηγορώ altgriechisch κατηγορῶ κατήγορος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θα ήθελα να προσθέσω ότι θα είμαστε διαφανείς, συγκεκριμένα με το Κοινοβούλιο, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις μας με τις "νωμένες Πολιτείες, αλλά τα κράτη μέλη -δεν κατηγορώ κανέναν, κανένα κράτος μέλοςαλλά όλα τα κράτη μέλη τα οποία διεξάγουν διμερείς συνομιλίες πρέπει επίσης να τηρήσουν την υποχρέωση διαφάνειας. | Und ich möchte hinzufügen, dass wir dabei transparent sein werden, vor allem gegenüber dem Parlament, was unsere Verhandlungen mit den Vereinigten Staaten betrifft, doch müssen auch die Mitgliedstaaten und ich will hier niemanden, keinen Mitgliedstaat beschuldigen -, also alle Mitgliedstaaten, die bilaterale Gespräche führen, ebenfalls dieser Pflicht zur Transparenz nachkommen. Übersetzung bestätigt |
Δεν κατηγορώ κανέναν, ας είμαστε όμως σαφείς και ας παρακολουθούμε την οθόνη. | Ich möchte niemanden beschuldigen, aber lassen Sie uns Klarheit in die Sache bringen und orientieren Sie sich an diesem Bildschirm. Übersetzung bestätigt |
Να κατηγορώ τον εαυτό μου; | Mich selbst beschuldigen? Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατηγορώ | κατηγορούμε | κατηγορούμαι | κατηγορούμαστε |
κατηγορείς | κατηγορείτε | κατηγορείσαι | κατηγορείστε | ||
κατηγορεί | κατηγορούν(ε) | κατηγορείται | κατηγορούνται | ||
Imper fekt | κατηγορούσα | κατηγορούσαμε | κατηγορούμουν | κατηγορούμαστε | |
κατηγορούσες | κατηγορούσατε | ||||
κατηγορούσε | κατηγορούσαν(ε) | κατηγορούνταν, κατηγορείτο | κατηγορούνταν, κατηγορούντο | ||
Aorist | κατηγόρησα | κατηγορήσαμε | κατηγορήθηκα | κατηγορηθήκαμε | |
κατηγόρησες | κατηγορήσατε | κατηγορήθηκες | κατηγορηθήκατε | ||
κατηγόρησε | κατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε) | κατηγορήθηκε | κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατηγορώ | θα κατηγορούμε | θα κατηγορούμαι | θα κατηγορούμαστε | |
θα κατηγορείς | θα κατηγορείτε | θα κατηγορείσαι | θα κατηγορείστε | ||
θα κατηγορεί | θα κατηγορούν(ε) | θα κατηγορείται | θα κατηγορούνται | ||
Fut ur | θα κατηγορήσω | θα κατηγορήσουμε | θα κατηγορηθώ | θα κατηγορηθούμε | |
θα κατηγορήσεις | θα κατηγορήσετε | θα κατηγορηθείς | θα κατηγορηθείτε | ||
θα κατηγορήσει | θα κατηγορήσουν(ε) | θα κατηγορηθεί | θα κατηγορηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατηγορώ | να κατηγορούμε | να κατηγορούμαι | να κατηγορούμαστε |
να κατηγορείς | να κατηγορείτε | να κατηγορείσαι | να κατηγορείστε | ||
να κατηγορεί | να κατηγορούν(ε) | να κατηγορείται | να κατηγορούνται | ||
Aorist | να κατηγορήσω | να κατηγορηθώ | να κατηγορηθούμε | ||
να κατηγορήσεις | να κατηγορήσετε | να κατηγορηθείς | να κατηγορηθείτε | ||
να κατηγορήσει | να κατηγορήσουν(ε) | να κατηγορηθεί | να κατηγορηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κατηγορείτε | κατηγορείστε | ||
Aorist | κατηγόρησε | κατηγορήστε, κατηγορήσετε | κατηγορήσου | κατηγορηθείτε | |
Part izip | Pres | κατηγορώντας | |||
Perf | έχοντας κατηγορήσει, έχοντας κατηγορημένο | κατηγορημένος, -η, -ο | κατηγορημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατηγορήσει | κατηγορηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschuldige | ||
du | beschuldigst | |||
er, sie, es | beschuldigt | |||
Präteritum | ich | beschuldigte | ||
Konjunktiv II | ich | beschuldigte | ||
Imperativ | Singular | beschuldig! beschuldige! | ||
Plural | beschuldigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschuldigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschuldigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | klage an | ||
du | klagst an | |||
er, sie, es | klagt an | |||
Präteritum | ich | klagte an | ||
Konjunktiv II | ich | klagte an | ||
Imperativ | Singular | klage an! | ||
Plural | klagt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeklagt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anklagen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schuldige an | ||
du | schuldigst an | |||
er, sie, es | schuldigt an | |||
Präteritum | ich | schuldigte an | ||
Konjunktiv II | ich | schuldigte an | ||
Imperativ | Singular | schuldige an! | ||
Plural | schuldigt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeschuldigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anschuldigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bezichtige | ||
du | bezichtigst | |||
er, sie, es | bezichtigt | |||
Präteritum | ich | bezichtigte | ||
Konjunktiv II | ich | bezichtigte | ||
Imperativ | Singular | bezichtige! | ||
Plural | bezichtigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bezichtigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bezichtigen |
κατηγορώ [katiγoró] -ούμαι μπε. κατηγορούμενος* : 1α. αποδίδω σε κπ. την ευθύνη για μια αξιόμεμπτη πράξη, για μια λανθασμένη ενέργεια ή για μια παράλειψη με δυσάρεστες συνέπειες: Tον κατηγορούν ότι αδιαφορεί για την οικογένειά του / ότι πρόδωσε τα ιδανικά του. H κυβέρνηση κατηγορείται ότι δεν ακολουθεί σωστή εξωτερική πολιτική / ότι αδιαφόρησε για τα προβλήματα της παιδείας. κατηγορώ τον εαυτό μου για την υποχωρητικότητα που έδειξα, μέμφομαι. || κακολογώ: Tου αρέσει να κατηγορεί όλο τον κόσμο. || (ως ουσ.) το κατηγορώ, κατηγορία, καταγγελία που γίνεται δημόσια ή με συγκλονιστικό τρόπο: H ομιλία του ήταν ένα κατηγορώ εναντίον των αντιπάλων μας. Tο κλάμα αυτών των παιδιών είναι το κατηγορώ εναντίον της κοινωνίας. β. (συνήθ. παθ., για δικαστική, αστυνομική ή άλλη αρχή) αποδίδω σε κπ. μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για απά τη / για κλοπή / για φόνο / για λιποταξία. Kατηγορήθηκε για συμμετοχή σε λαθρεμπόριο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.