κατηγορώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sind wir so blutrünstig... dass wir eine Frau ohne Beweis eines Verbrechens bezichtigen? | Ειμαστε τοσο αιμοδιψεις... Που κατηγορουμε μια γυναικα για ενα εγκλημα διχως αποδειξεις; Übersetzung nicht bestätigt |
Er zwang Dolores, Wood zu bezichtigen. | Την έβαλε να σου πει ότι το έκανε ο Σαμ Γουντ. Übersetzung nicht bestätigt |
Haben Sie sie nicht mehr alle? Sich einfach auf einen Ausländer stürzen und ihn des Mordes bezichtigen! | Δε μπορείτε να πιάσετε έναν ξένο και να τον κατηγορήσετε! Übersetzung nicht bestätigt |
Nicht einmal die Verdammten in der Hölle bezichtigen sich so wie ihr. | Σταματήστε! Ούτε στην Κόλαση δεν αλληλοκατηγορούνται έτσι! Übersetzung nicht bestätigt |
Ich würde den Mann der Lüge bezichtigen. Eigentlich nicht. | Μόνο αν διατηρήσουμε τις γραμμές επικοινωνίας ελεύθερες από τυχαία μηνύματα, μπορούμε να ελπίζουμε σε πλήρη αξιοποίηση των σαρωτών. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bezichtige | ||
du | bezichtigst | |||
er, sie, es | bezichtigt | |||
Präteritum | ich | bezichtigte | ||
Konjunktiv II | ich | bezichtigte | ||
Imperativ | Singular | bezichtige! | ||
Plural | bezichtigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bezichtigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bezichtigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατηγορώ | κατηγορούμε | κατηγορούμαι | κατηγορούμαστε |
κατηγορείς | κατηγορείτε | κατηγορείσαι | κατηγορείστε | ||
κατηγορεί | κατηγορούν(ε) | κατηγορείται | κατηγορούνται | ||
Imper fekt | κατηγορούσα | κατηγορούσαμε | κατηγορούμουν | κατηγορούμαστε | |
κατηγορούσες | κατηγορούσατε | ||||
κατηγορούσε | κατηγορούσαν(ε) | κατηγορούνταν, κατηγορείτο | κατηγορούνταν, κατηγορούντο | ||
Aorist | κατηγόρησα | κατηγορήσαμε | κατηγορήθηκα | κατηγορηθήκαμε | |
κατηγόρησες | κατηγορήσατε | κατηγορήθηκες | κατηγορηθήκατε | ||
κατηγόρησε | κατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε) | κατηγορήθηκε | κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατηγορώ | θα κατηγορούμε | θα κατηγορούμαι | θα κατηγορούμαστε | |
θα κατηγορείς | θα κατηγορείτε | θα κατηγορείσαι | θα κατηγορείστε | ||
θα κατηγορεί | θα κατηγορούν(ε) | θα κατηγορείται | θα κατηγορούνται | ||
Fut ur | θα κατηγορήσω | θα κατηγορήσουμε | θα κατηγορηθώ | θα κατηγορηθούμε | |
θα κατηγορήσεις | θα κατηγορήσετε | θα κατηγορηθείς | θα κατηγορηθείτε | ||
θα κατηγορήσει | θα κατηγορήσουν(ε) | θα κατηγορηθεί | θα κατηγορηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατηγορώ | να κατηγορούμε | να κατηγορούμαι | να κατηγορούμαστε |
να κατηγορείς | να κατηγορείτε | να κατηγορείσαι | να κατηγορείστε | ||
να κατηγορεί | να κατηγορούν(ε) | να κατηγορείται | να κατηγορούνται | ||
Aorist | να κατηγορήσω | να κατηγορηθώ | να κατηγορηθούμε | ||
να κατηγορήσεις | να κατηγορήσετε | να κατηγορηθείς | να κατηγορηθείτε | ||
να κατηγορήσει | να κατηγορήσουν(ε) | να κατηγορηθεί | να κατηγορηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κατηγορείτε | κατηγορείστε | ||
Aorist | κατηγόρησε | κατηγορήστε, κατηγορήσετε | κατηγορήσου | κατηγορηθείτε | |
Part izip | Pres | κατηγορώντας | |||
Perf | έχοντας κατηγορήσει, έχοντας κατηγορημένο | κατηγορημένος, -η, -ο | κατηγορημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κατηγορήσει | κατηγορηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.