anklagen
 Verb

κατηγορώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Bevor ich das Urteil verkünde, möchte ich mich im Namen des Staates bei den beiden Herren bedanken... für die wertvollen Beweise, die sie dem Gericht lieferten, damit es diesen Kriminellen anklagen konnte.Πριν ανακοινώσω την ποινή, επιθυμώ να ευχαριστήσω δύο κυρίους εκ μέρους της πολιτείας... για τα πολύτιμα στοιχεία που παρείχαν στο δικαστήριο, ώστε να έρθει αυτός ο εγκληματίας ενώπιον της δικαιοσύνης.

Übersetzung nicht bestätigt

Da JamesIhnen dieses Amt übertrug, könnte man Sie sogar des Landesverrats anklagen.Βλεποντας οτι πηρες το αξιωμα σου απο τον Τζεημς.... Ειναι δυνατον ακομα και η κατηγορια της προδοσιας εναντιον σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wen wollen Sie denn anklagen?Αλλά, ποιον θα κατηγορήσεις;

Übersetzung nicht bestätigt

Was passiert, wenn Sie einen Mann wegen Mordes anklagen und er plötzlich ein wasserdichtes Alibi hat?Αν δικάζατε κάποιον για φόνο... και ξαφνικά εμφάνιζε ακλόνητο άλλοθι, τι θα γινόταν;

Übersetzung nicht bestätigt

Euer Ehren, sobald dieser Fall abgeschlossen ist, kann mich das Gericht wegen Mr. Cutlers Anschuldigungen anklagen.Κύριε Πρόεδρε, όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση το δικαστήριο μπορεί να με δικάσει για τις κατηγορίες του κυρίου Κάτλερ.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
anklagend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατηγορώκατηγορούμεκατηγορούμαικατηγορούμαστε
κατηγορείςκατηγορείτεκατηγορείσαικατηγορείστε
κατηγορείκατηγορούν(ε)κατηγορείταικατηγορούνται
Imper
fekt
κατηγορούσακατηγορούσαμεκατηγορούμουνκατηγορούμαστε
κατηγορούσεςκατηγορούσατε
κατηγορούσεκατηγορούσαν(ε)κατηγορούνταν, κατηγορείτοκατηγορούνταν, κατηγορούντο
Aoristκατηγόρησακατηγορήσαμεκατηγορήθηκακατηγορηθήκαμε
κατηγόρησεςκατηγορήσατεκατηγορήθηκεςκατηγορηθήκατε
κατηγόρησεκατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε)κατηγορήθηκεκατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κατηγορήσει
έχω κατηγορημένο
έχουμε κατηγορήσει
έχουμε κατηγορημένο
έχω κατηγορηθεί
είμαι κατηγορημένος, -η
έχουμε κατηγορηθεί
είμαστε κατηγορημένοι, -ες
έχεις κατηγορήσει
έχεις κατηγορημένο
έχετε κατηγορήσει
έχετε κατηγορημένο
έχεις κατηγορηθεί
είσαι κατηγορημένος, -η
έχετε κατηγορηθεί
είστε κατηγορημένοι, -ες
έχει κατηγορήσει
έχει κατηγορημένο
έχουν κατηγορήσει
έχουν κατηγορημένο
έχει κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένος, -η, -ο
έχουν κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα κατηγορήσει
είχα κατηγορημένο
είχαμε κατηγορήσει
είχαμε κατηγορημένο
είχα κατηγορηθεί
ήμουν κατηγορημένος, -η
είχαμε κατηγορηθεί
ήμαστε κατηγορημένοι, -ες
είχες κατηγορήσει
είχες κατηγορημένο
είχατε κατηγορήσει
είχατε κατηγορημένο
είχες κατηγορηθεί
ήσουν κατηγορημένος, -η
είχατε κατηγορηθεί
ήσαστε κατηγορημένοι, -ες
είχε κατηγορήσει
είχε κατηγορημένο
είχαν κατηγορήσει
είχαν κατηγορημένο
είχε κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένος, -η, -ο
είχαν κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατηγορώθα κατηγορούμεθα κατηγορούμαιθα κατηγορούμαστε
θα κατηγορείςθα κατηγορείτεθα κατηγορείσαιθα κατηγορείστε
θα κατηγορείθα κατηγορούν(ε)θα κατηγορείταιθα κατηγορούνται
Fut
ur
θα κατηγορήσωθα κατηγορήσουμεθα κατηγορηθώθα κατηγορηθούμε
θα κατηγορήσειςθα κατηγορήσετεθα κατηγορηθείςθα κατηγορηθείτε
θα κατηγορήσειθα κατηγορήσουν(ε)θα κατηγορηθείθα κατηγορηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατηγορήσει
θα έχω κατηγορημένο
θα έχουμε κατηγορήσει
θα έχουμε κατηγορημένο
θα έχω κατηγορηθεί
θα είμαι κατηγορημένος, -η
θα έχουμε κατηγορηθεί
θα είμαστε κατηγορημένοι, -ες
θα έχεις κατηγορήσει
θα έχεις κατηγορημένο
θα έχετε κατηγορήσει
θα έχετε κατηγορημένο
θα έχεις κατηγορηθεί
θα είσαι κατηγορημένος, -η
θα έχετε κατηγορηθεί
θα είστε κατηγορημένοι, -η
θα έχει κατηγορήσει
θα έχει κατηγορημένο
θα έχουν κατηγορήσει
θα έχουν κατηγορημένο
θα έχει κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένος, -η, -ο
θα έχουν κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατηγορώνα κατηγορούμενα κατηγορούμαινα κατηγορούμαστε
να κατηγορείςνα κατηγορείτενα κατηγορείσαινα κατηγορείστε
να κατηγορείνα κατηγορούν(ε)να κατηγορείταινα κατηγορούνται
Aoristνα κατηγορήσωνα κατηγορήσουμε, να κατηγορήσομενα κατηγορηθώνα κατηγορηθούμε
να κατηγορήσειςνα κατηγορήσετενα κατηγορηθείςνα κατηγορηθείτε
να κατηγορήσεινα κατηγορήσουν(ε)να κατηγορηθείνα κατηγορηθούν(ε)
Perfνα έχω κατηγορήσει
να έχω κατηγορημένο
να έχουμε κατηγορήσει
να έχουμε κατηγορημένο
να έχω κατηγορηθεί
να είμαι κατηγορημένος, -η
να έχουμε κατηγορηθεί
να είμαστε κατηγορημένοι, -ες
να έχεις κατηγορήσει
να έχεις κατηγορημένο
να έχετε κατηγορήσει
να έχετε κατηγορημένο
να έχεις κατηγορηθεί
να είσαι κατηγορημένος, -η
να έχετε κατηγορηθεί
να είστε κατηγορημένοι, -ες
να έχει κατηγορήσει
να έχει κατηγορημένο
να έχουν κατηγορήσει
να έχουν κατηγορημένο
να έχει κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένος, -η, -ο
να έχουν κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατηγορείτεκατηγορείστε
Aoristκατηγόρησεκατηγορήστε, κατηγορήσετεκατηγορήσουκατηγορηθείτε
Part
izip
Presκατηγορώντας
Perfέχοντας κατηγορήσει, έχοντας κατηγορημένοκατηγορημένος, -η, -οκατηγορημένοι, -ες, -α
InfinAoristκατηγορήσεικατηγορηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback