anschuldigen
 Verb

κατηγορώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mein Herr, Sie wollen entweder nur Unfrieden stiften, oder Sie wollen mich ernsthaft anschuldigen.Κύριε εκτός του ότι αναστατώσατε την αξιότιμη συντροφιά... προχωρήσατε σε μια γενναία... και σοβαρή κατηγορία.

Übersetzung nicht bestätigt

Eugene anschuldigen für den Mord und dann ihn hochjagen mit all den Spuren ihrer Vergangenheit damit sie weitergehen können in eine sehr helles und reine Zukunft.Να κατηγορήσετε το Γιουτζίν για τον φόνο και μετά να τον ανατινάξετε μαζί με τα ίχνη από το παρελθόν σας, ώστε να μετακομίσετε σ' ένα λαμπρό ευοίωνο μέλλον.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich würde den Kerl einfach konfrontieren und anschuldigen.Θα πήγαινα μπροστά του και θα τον κατηγορούσα ότι εμπλέκεται.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie spielten eine wichtige Rolle in der Unterstützung der Revolutionäre. Weil sie es ihren Feinden, den Engländern, anschuldigen wollten.Διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο υποστηρίζοντας τους Επαναστάτες, διότι ήθελαν να την μπουν στους εχθρούς τους, τους Βρετανούς· ήθελαν να μικρύνει η Αυτοκρατορία τους λιγάκι.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατηγορώκατηγορούμεκατηγορούμαικατηγορούμαστε
κατηγορείςκατηγορείτεκατηγορείσαικατηγορείστε
κατηγορείκατηγορούν(ε)κατηγορείταικατηγορούνται
Imper
fekt
κατηγορούσακατηγορούσαμεκατηγορούμουνκατηγορούμαστε
κατηγορούσεςκατηγορούσατε
κατηγορούσεκατηγορούσαν(ε)κατηγορούνταν, κατηγορείτοκατηγορούνταν, κατηγορούντο
Aoristκατηγόρησακατηγορήσαμεκατηγορήθηκακατηγορηθήκαμε
κατηγόρησεςκατηγορήσατεκατηγορήθηκεςκατηγορηθήκατε
κατηγόρησεκατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε)κατηγορήθηκεκατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κατηγορήσει
έχω κατηγορημένο
έχουμε κατηγορήσει
έχουμε κατηγορημένο
έχω κατηγορηθεί
είμαι κατηγορημένος, -η
έχουμε κατηγορηθεί
είμαστε κατηγορημένοι, -ες
έχεις κατηγορήσει
έχεις κατηγορημένο
έχετε κατηγορήσει
έχετε κατηγορημένο
έχεις κατηγορηθεί
είσαι κατηγορημένος, -η
έχετε κατηγορηθεί
είστε κατηγορημένοι, -ες
έχει κατηγορήσει
έχει κατηγορημένο
έχουν κατηγορήσει
έχουν κατηγορημένο
έχει κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένος, -η, -ο
έχουν κατηγορηθεί
είναι κατηγορημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα κατηγορήσει
είχα κατηγορημένο
είχαμε κατηγορήσει
είχαμε κατηγορημένο
είχα κατηγορηθεί
ήμουν κατηγορημένος, -η
είχαμε κατηγορηθεί
ήμαστε κατηγορημένοι, -ες
είχες κατηγορήσει
είχες κατηγορημένο
είχατε κατηγορήσει
είχατε κατηγορημένο
είχες κατηγορηθεί
ήσουν κατηγορημένος, -η
είχατε κατηγορηθεί
ήσαστε κατηγορημένοι, -ες
είχε κατηγορήσει
είχε κατηγορημένο
είχαν κατηγορήσει
είχαν κατηγορημένο
είχε κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένος, -η, -ο
είχαν κατηγορηθεί
ήταν κατηγορημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατηγορώθα κατηγορούμεθα κατηγορούμαιθα κατηγορούμαστε
θα κατηγορείςθα κατηγορείτεθα κατηγορείσαιθα κατηγορείστε
θα κατηγορείθα κατηγορούν(ε)θα κατηγορείταιθα κατηγορούνται
Fut
ur
θα κατηγορήσωθα κατηγορήσουμεθα κατηγορηθώθα κατηγορηθούμε
θα κατηγορήσειςθα κατηγορήσετεθα κατηγορηθείςθα κατηγορηθείτε
θα κατηγορήσειθα κατηγορήσουν(ε)θα κατηγορηθείθα κατηγορηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατηγορήσει
θα έχω κατηγορημένο
θα έχουμε κατηγορήσει
θα έχουμε κατηγορημένο
θα έχω κατηγορηθεί
θα είμαι κατηγορημένος, -η
θα έχουμε κατηγορηθεί
θα είμαστε κατηγορημένοι, -ες
θα έχεις κατηγορήσει
θα έχεις κατηγορημένο
θα έχετε κατηγορήσει
θα έχετε κατηγορημένο
θα έχεις κατηγορηθεί
θα είσαι κατηγορημένος, -η
θα έχετε κατηγορηθεί
θα είστε κατηγορημένοι, -η
θα έχει κατηγορήσει
θα έχει κατηγορημένο
θα έχουν κατηγορήσει
θα έχουν κατηγορημένο
θα έχει κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένος, -η, -ο
θα έχουν κατηγορηθεί
θα είναι κατηγορημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατηγορώνα κατηγορούμενα κατηγορούμαινα κατηγορούμαστε
να κατηγορείςνα κατηγορείτενα κατηγορείσαινα κατηγορείστε
να κατηγορείνα κατηγορούν(ε)να κατηγορείταινα κατηγορούνται
Aoristνα κατηγορήσωνα κατηγορήσουμε, να κατηγορήσομενα κατηγορηθώνα κατηγορηθούμε
να κατηγορήσειςνα κατηγορήσετενα κατηγορηθείςνα κατηγορηθείτε
να κατηγορήσεινα κατηγορήσουν(ε)να κατηγορηθείνα κατηγορηθούν(ε)
Perfνα έχω κατηγορήσει
να έχω κατηγορημένο
να έχουμε κατηγορήσει
να έχουμε κατηγορημένο
να έχω κατηγορηθεί
να είμαι κατηγορημένος, -η
να έχουμε κατηγορηθεί
να είμαστε κατηγορημένοι, -ες
να έχεις κατηγορήσει
να έχεις κατηγορημένο
να έχετε κατηγορήσει
να έχετε κατηγορημένο
να έχεις κατηγορηθεί
να είσαι κατηγορημένος, -η
να έχετε κατηγορηθεί
να είστε κατηγορημένοι, -ες
να έχει κατηγορήσει
να έχει κατηγορημένο
να έχουν κατηγορήσει
να έχουν κατηγορημένο
να έχει κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένος, -η, -ο
να έχουν κατηγορηθεί
να είναι κατηγορημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατηγορείτεκατηγορείστε
Aoristκατηγόρησεκατηγορήστε, κατηγορήσετεκατηγορήσουκατηγορηθείτε
Part
izip
Presκατηγορώντας
Perfέχοντας κατηγορήσει, έχοντας κατηγορημένοκατηγορημένος, -η, -οκατηγορημένοι, -ες, -α
InfinAoristκατηγορήσεικατηγορηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback