καταφύγιο altgriechisch καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή καταφεύγω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το σύστημα δοκιμής που περιγράφεται υπό 4.4.4 εγκαθίσταται σ’ ένα καταφύγιο ή σ’ έναν αντίστοιχα διαμορφωμένο υπόγειο χώρο (π.χ. στοά ορυχείου, σήραγγα). | Der Versuchsaufbau nach 4.4.4 ist in einem Bunker oder einem entsprechend hergerichteten Hohlraum unter Tage (Bergwerk, Stollen) vorzusehen. Übersetzung bestätigt |
Το σύστημα δοκιμής προετοιμάζεται όπως περιγράφεται στο σημείο 4.3.4.4, μέσα σε καταφύγιο ή κατάλληλα διαμορφωμένο υπόγειο χώρο (π.χ. στοά ορυχείου, σήραγγα). | Der Versuchsaufbau nach Abschnitt 4.3.4.4 ist in einem Bunker oder einem entsprechend hergerichteten Hohlraum unter Tage (Bergwerk, Stollen) vorzusehen. Übersetzung bestätigt |
Είναι γεμάτο ιστορία, αλλά και γεμάτο υπόγεια καταφύγια και ερείπια πολέμου. | Es ist voll von Geschichte und voll unterirdischer Bunker und Ruinen aus dem Krieg. Übersetzung nicht bestätigt |
Υπάρχουν επίσης τηλεφωνικά καλώδια που χρησιμοποιούνταν τη δεκαετία του '50 και πολλά υπόγεια καταφύγια από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. | Es gibt dort auch Telefonkabel, die in den 50ern benutzt wurden, und viele Bunker aus der Era des Zweiten Weltkriegs. Übersetzung nicht bestätigt |
Αυτό είναι ένα Γερμανικό καταφύγιο. | Das hier ist ein deutscher Bunker. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
καταφύγιον |
καταφύγιο από αεροπορικές επιθέσεις |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schutzhütte | die Schutzhütten |
Genitiv | der Schutzhütte | der Schutzhütten |
Dativ | der Schutzhütte | den Schutzhütten |
Akkusativ | die Schutzhütte | die Schutzhütten |
καταφύγιο το [katafíjio] : 1α. τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση: Οι απρόσιτες βουνοκορφές ήταν το καταφύγιο των κλεφτών και των αρματολών. Όταν ξέσπασε η μπόρα βρήκαμε καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο / σε ένα ερημοκλήσι. Οι αντίπαλοι του στρατιωτικού καθεστώτος ζήτησαν καταφύγιο σε άλλα κράτη, για να αποφύγουν τις διώξεις. Tο εξοχικό σπιτάκι μου είναι το καταφύγιο από τη βοή και το άγχος της πόλης. || υπόγειος χώρος, ειδικής κατασκευής, για την προστασία των στρατιωτών ή των αμάχων: Όταν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί τρέχαμε στα καταφύγια για να σωθούμε. Aντιαεροπορικό καταφύγιο, για προστασία από αεροπορικές επιθέσεις. Aντιατομικό καταφύγιο, για προστασία από επίθεση με ατομικά όπλα. β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. || καταφύγιο θηραμάτων, προστατευμένος χώρος όπου συγκεντρώνονται θηράματα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.