εφαρμόζω altgriechisch ἐφαρμόζω ἐπί + ἁρμόζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μόλις εγκρίθηκε το περασμένο έτος στο Βερολίνο, και θα τον εφαρμόζω για την επόμενη επταετία. | Sie ist voriges Jahr in Berlin angenommen worden, und ich werde sie in den kommenden sieben Jahren anwenden. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αβεβαιότητα και απογοήτευση, στο μέλλον θα εφαρμόζω για τις παρεμβάσεις ενός λεπτού την ακόλουθη διαδικασία: σύμφωνα με το άρθρο 150 του Κανονισμού, θα καταρτίζεται κατάλογος 30 ομιλητών, οι οποίοι θα καθορίζονται επιλεκτικά, ώστε να διατηρείται αντιπροσωπευτική πολιτική και γεωγραφική ισορροπία. | Um weitere Unsicherheiten und Enttäuschungen zu vermeiden, werde ich auf die einminütigen Ausführungen künftig folgendes Verfahren anwenden: Gemäß Artikel 150 der Geschäftsordnung wird eine Liste mit 30 Rednern erstellt, die gezielt so ausgewählt werden, dass ein repräsentatives politisches und geografisches Gleichgewicht gewahrt wird. Übersetzung bestätigt |
Στην προσπάθεια αυτή, προτιμώ να εφαρμόζω τη δοκιμασμένη μέθοδο του Jean Monnet: η Ευρώπη έχει χτιστεί μέσα από συγκεκριμένη πρόοδο στην πραγματική ζωή, ένα βήμα τη φορά, κάνοντας μεγαλύτερα και μικρότερα βήματα. | Um dies zu erreichen, würde ich gerne die bewährte Methode von Jean Monnet anwenden: Europa wird durch konkrete Fortschritte im realen Leben erreicht, indem man einen Schritt nach dem anderen und größere und kleinere Schritte macht. Übersetzung bestätigt |
Mπορώ μόνο να τονίσω και πάλι αυτό που σας είπα ήδη και προηγουμένως. Aν δεν μου δώσει κανείς στο χέρι κανένα άλλο πρόσθετο μέσο για να προχωρήσω κατά τέτοιων παραβάσεων, εκτός από την κανονική διαδικασία παραβίασης της Συνθήκης, τότε μόνον αυτή μπορώ να εφαρμόζω. | Ich kann nur nochmals betonen, was ich Ihnen vorhin schon dargelegt habe: Wenn man mir keine zusätzlichen Instrumente an die Hand gibt, um gegen derartige Verstöße vorzugehen, außer dem normalen Vertragsverstoßverfahren, dann kann ich eben nur dieses anwenden. Übersetzung bestätigt |
Κι εμένα μ'αρέσει να εφαρμόζω την οπτικοποίηση πληροφοριών σε ιδέες και έννοιες. | Und ich möchte die Visualisierung von Informationen auf Ideen und Konzepte anwenden. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εφαρμόζω | εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | εφαρμόζομαι | εφαρμοζόμαστε |
εφαρμόζεις | εφαρμόζετε | εφαρμόζεσαι | εφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε | ||
εφαρμόζει | εφαρμόζουν(ε) | εφαρμόζεται | εφαρμόζονται | ||
Imper fekt | εφάρμοζα | εφαρμόζαμε | εφαρμοζόμουν(α) | εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν | |
εφάρμοζες | εφαρμόζατε | εφαρμοζόσουν(α) | εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν | ||
εφάρμοζε | εφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε) | εφαρμοζόταν(ε) | εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν | ||
Aorist | εφάρμοσα | εφαρμόσαμε | εφαρμόστηκα | εφαρμοστήκαμε | |
εφάρμοσες | εφαρμόσατε | εφαρμόστηκες | εφαρμοστήκατε | ||
εφάρμοσε | εφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε) | εφαρμόστηκε | εφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε | ||
Per fekt | έχω εφαρμόσει έχω εφαρμοσμένο | έχουμε εφαρμόσει έχουμε εφαρμοσμένο | έχω εφαρμοστεί είμαι εφαρμοσμένος, -η | έχουμε εφαρμοστεί είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
έχεις εφαρμόσει έχεις εφαρμοσμένο | έχετε εφαρμόσει έχετε εφαρμοσμένο | έχεις εφαρμοστεί είσαι εφαρμοσμένος, -η | έχετε εφαρμοστεί είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
έχει εφαρμόσει έχει εφαρμοσμένο | έχουν εφαρμόσει έχουν εφαρμοσμένο | έχει εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | έχουν εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εφαρμόσει είχα εφαρμοσμένο | είχαμε εφαρμόσει είχαμε εφαρμοσμένο | είχα εφαρμοστεί ήμουν εφαρμοσμένος, -η | είχαμε εφαρμοστεί ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
είχες εφαρμόσει είχες εφαρμοσμένο | είχατε εφαρμόσει είχατε εφαρμοσμένο | είχες εφαρμοστεί ήσουν εφαρμοσμένος, -η | είχατε εφαρμοστεί ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
είχε εφαρμόσει είχε εφαρμοσμένο | είχαν εφαρμόσει είχαν εφαρμοσμένο | είχε εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο | είχαν εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εφαρμόζω | θα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομε | θα εφαρμόζομαι | θα εφαρμοζόμαστε | |
θα εφαρμόζεις | θα εφαρμόζετε | θα εφαρμόζεσαι | θα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε | ||
θα εφαρμόζει | θα εφαρμόζουν(ε) | θα εφαρμόζεται | θα εφαρμόζονται | ||
Fut ur | θα εφαρμόσω | θα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομε | θα εφαρμοστώ | θα εφαρμοστούμε | |
θα εφαρμόσεις | θα εφαρμόσετε | θα εφαρμοστείς | θα εφαρμοστείτε | ||
θα εφαρμόσει | θα εφαρμόσουν(ε) | θα εφαρμοστεί | θα εφαρμοστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εφαρμόσει θα έχω εφαρμοσμένο | θα έχουμε εφαρμόσει θα έχουμε εφαρμοσμένο | θα έχω εφαρμοστεί θα είμαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχουμε εφαρμοστεί θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
θα έχεις εφαρμόσει θα έχεις εφαρμοσμένο | θα έχετε εφαρμόσει θα έχετε εφαρμοσμένο | θα έχεις εφαρμοστεί θα είσαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχετε εφαρμοστεί θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
θα έχει εφαρμόσει θα έχει εφαρμοσμένο | θα έχουν εφαρμόσει θα έχουν εφαρμοσμένο | θα έχει εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | θα έχουν εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εφαρμόζω | να εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομε | να εφαρμόζομαι | να εφαρμοζόμαστε |
να εφαρμόζεις | να εφαρμόζετε | να εφαρμόζεσαι | να εφαρμόζεστε, | ||
να εφαρμόζει | να εφαρμόζουν(ε) | να εφαρμόζεται | να εφαρμόζονται | ||
Aorist | να εφαρμόσω | να εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομε | να εφαρμοστώ | να εφαρμοστούμε | |
να εφαρμόσεις | να εφαρμόσετε | να εφαρμοστείς | να εφαρμοστείτε | ||
να εφαρμόσει | να εφαρμόσουν | να εφαρμοστεί | να εφαρμοστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εφαρμόσει να έχω εφαρμοσμένο | να έχουμε εφαρμοσμένο | να έχω εφαρμοστεί | να έχουμε εφαρμοστεί | |
να έχεις εφαρμοσμένο | να έχετε εφαρμόσει να έχετε εφαρμοσμένο | να έχεις εφαρμοστεί να είσαι εφαρμοσμένος, -η | να έχετε εφαρμοστεί να είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
να έχει εφαρμόσει να έχει εφαρμοσμένο | να έχουν εφαρμόσει να έχουν εφαρμοσμένο | να έχει εφαρμοστεί | να έχουν εφαρμοστεί | ||
Imper ativ | Pres | εφάρμοζε | εφαρμόζετε | εφαρμόζεστε | |
Aorist | εφάρμοσε | εφαρμόστε | εφαρμόσου | εφαρμοστείτε | |
Part izip | Pres | εφαρμόζοντας | εφαρμοζόμενος | ||
Perf | έχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένο | εφαρμοσμένος, -η, -ο | εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εφαρμόσει | εφαρμοστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | wende an | ||
du | wendest an | |||
er, sie, es | wendet an | |||
Präteritum | ich | wandte an wendete an | ||
Konjunktiv II | ich | wandte an wendete an | ||
Imperativ | Singular | wende an! | ||
Plural | wendet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angewandt angewendet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anwenden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | übernehme | ||
du | übernimmst | |||
er, sie, es | übernimmt | |||
Präteritum | ich | übernahm | ||
Konjunktiv II | ich | übernähme | ||
Imperativ | Singular | übernimm! | ||
Plural | übernehmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
übernommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:übernehmen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | führe durch | ||
du | führst durch | |||
er, sie, es | führt durch | |||
Präteritum | ich | führte durch | ||
Konjunktiv II | ich | führte durch | ||
Imperativ | Singular | führ durch! führe durch! | ||
Plural | führt durch! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
durchgeführt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:durchführen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | liege an | ||
du | liegst an | |||
er, sie, es | liegt an | |||
Präteritum | ich | lag an | ||
Konjunktiv II | ich | läge an | ||
Imperativ | Singular | lieg an! liege an! | ||
Plural | liegt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angelegen | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anliegen |
εφαρμόζω [efarmózo] -εται : 1α.τοποθετώ ένα τμήμα μιας κατασκευής επάνω ή μέσα σε ένα άλλο (σε εγκοπή) και σε απόλυτη επαφή με αυτό, έτσι ώστε να συναρμολογηθεί και να λειτουργήσει ως ένα σύνολο: εφαρμόζω τα πλαίσια των παραθύρων στο αμάξωμα του αυτοκινήτου. Οι σανίδες έχουν εφαρμοστεί καλά και δεν αφήνουν κενά. || κτ. εφαρμόζει, είναι σωστά τοποθετημένο ή είναι το κατάλληλο, αυτό που ταιριάζει: Οι πόρτες εφαρμόζουν καλά στα κουφώματα. Στο πλακόστρωτο οι πέτρες πρέπει να εφαρμόζουν απόλυτα. Tο καπάκι εφαρμόζει στο δοχείο. Tο κλειδί δεν εφαρμόζει, δεν ταιριάζει στην κλειδαριά. β1. για ενδύματα, παπούτσια κτλ. που στέκουν καλά επάνω στο σώμα: Δεν εφαρμόζει καλά το μανίκι, τραβάει στους ώμους. Tο παντελόνι σού εφαρμόζει ωραία. Aυτά τα παπούτσια εφαρμόζουν στο πόδι μου, τα άλλα ξεχειλώνουν. || Δεν κατάφερα να εφαρμόσω το κάλυμμα στην πολυθρόνα. β2. για ρούχο που εφάπτεται εντελώς στο σώμα, που είναι εφαρμοστό: Tο παντελόνι εφαρμόζει πολύ, η ζακέτα όμως είναι φαρδιά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.