εφαρμόζω Verb (6) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie ist voriges Jahr in Berlin angenommen worden, und ich werde sie in den kommenden sieben Jahren anwenden. | Μόλις εγκρίθηκε το περασμένο έτος στο Βερολίνο, και θα τον εφαρμόζω για την επόμενη επταετία. Übersetzung bestätigt |
Um weitere Unsicherheiten und Enttäuschungen zu vermeiden, werde ich auf die einminütigen Ausführungen künftig folgendes Verfahren anwenden: Gemäß Artikel 150 der Geschäftsordnung wird eine Liste mit 30 Rednern erstellt, die gezielt so ausgewählt werden, dass ein repräsentatives politisches und geografisches Gleichgewicht gewahrt wird. | Προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αβεβαιότητα και απογοήτευση, στο μέλλον θα εφαρμόζω για τις παρεμβάσεις ενός λεπτού την ακόλουθη διαδικασία: σύμφωνα με το άρθρο 150 του Κανονισμού, θα καταρτίζεται κατάλογος 30 ομιλητών, οι οποίοι θα καθορίζονται επιλεκτικά, ώστε να διατηρείται αντιπροσωπευτική πολιτική και γεωγραφική ισορροπία. Übersetzung bestätigt |
Um dies zu erreichen, würde ich gerne die bewährte Methode von Jean Monnet anwenden: Europa wird durch konkrete Fortschritte im realen Leben erreicht, indem man einen Schritt nach dem anderen und größere und kleinere Schritte macht. | Στην προσπάθεια αυτή, προτιμώ να εφαρμόζω τη δοκιμασμένη μέθοδο του Jean Monnet: η Ευρώπη έχει χτιστεί μέσα από συγκεκριμένη πρόοδο στην πραγματική ζωή, ένα βήμα τη φορά, κάνοντας μεγαλύτερα και μικρότερα βήματα. Übersetzung bestätigt |
Ich kann nur nochmals betonen, was ich Ihnen vorhin schon dargelegt habe: Wenn man mir keine zusätzlichen Instrumente an die Hand gibt, um gegen derartige Verstöße vorzugehen, außer dem normalen Vertragsverstoßverfahren, dann kann ich eben nur dieses anwenden. | Mπορώ μόνο να τονίσω και πάλι αυτό που σας είπα ήδη και προηγουμένως. Aν δεν μου δώσει κανείς στο χέρι κανένα άλλο πρόσθετο μέσο για να προχωρήσω κατά τέτοιων παραβάσεων, εκτός από την κανονική διαδικασία παραβίασης της Συνθήκης, τότε μόνον αυτή μπορώ να εφαρμόζω. Übersetzung bestätigt |
Und ich möchte die Visualisierung von Informationen auf Ideen und Konzepte anwenden. | Κι εμένα μ'αρέσει να εφαρμόζω την οπτικοποίηση πληροφοριών σε ιδέες και έννοιες. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | wende an | ||
du | wendest an | |||
er, sie, es | wendet an | |||
Präteritum | ich | wandte an wendete an | ||
Konjunktiv II | ich | wandte an wendete an | ||
Imperativ | Singular | wende an! | ||
Plural | wendet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angewandt angewendet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anwenden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εφαρμόζω | εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | εφαρμόζομαι | εφαρμοζόμαστε |
εφαρμόζεις | εφαρμόζετε | εφαρμόζεσαι | εφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε | ||
εφαρμόζει | εφαρμόζουν(ε) | εφαρμόζεται | εφαρμόζονται | ||
Imper fekt | εφάρμοζα | εφαρμόζαμε | εφαρμοζόμουν(α) | εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν | |
εφάρμοζες | εφαρμόζατε | εφαρμοζόσουν(α) | εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν | ||
εφάρμοζε | εφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε) | εφαρμοζόταν(ε) | εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν | ||
Aorist | εφάρμοσα | εφαρμόσαμε | εφαρμόστηκα | εφαρμοστήκαμε | |
εφάρμοσες | εφαρμόσατε | εφαρμόστηκες | εφαρμοστήκατε | ||
εφάρμοσε | εφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε) | εφαρμόστηκε | εφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε | ||
Per fekt | έχω εφαρμόσει έχω εφαρμοσμένο | έχουμε εφαρμόσει έχουμε εφαρμοσμένο | έχω εφαρμοστεί είμαι εφαρμοσμένος, -η | έχουμε εφαρμοστεί είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
έχεις εφαρμόσει έχεις εφαρμοσμένο | έχετε εφαρμόσει έχετε εφαρμοσμένο | έχεις εφαρμοστεί είσαι εφαρμοσμένος, -η | έχετε εφαρμοστεί είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
έχει εφαρμόσει έχει εφαρμοσμένο | έχουν εφαρμόσει έχουν εφαρμοσμένο | έχει εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | έχουν εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εφαρμόσει είχα εφαρμοσμένο | είχαμε εφαρμόσει είχαμε εφαρμοσμένο | είχα εφαρμοστεί ήμουν εφαρμοσμένος, -η | είχαμε εφαρμοστεί ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
είχες εφαρμόσει είχες εφαρμοσμένο | είχατε εφαρμόσει είχατε εφαρμοσμένο | είχες εφαρμοστεί ήσουν εφαρμοσμένος, -η | είχατε εφαρμοστεί ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
είχε εφαρμόσει είχε εφαρμοσμένο | είχαν εφαρμόσει είχαν εφαρμοσμένο | είχε εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο | είχαν εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εφαρμόζω | θα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομε | θα εφαρμόζομαι | θα εφαρμοζόμαστε | |
θα εφαρμόζεις | θα εφαρμόζετε | θα εφαρμόζεσαι | θα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε | ||
θα εφαρμόζει | θα εφαρμόζουν(ε) | θα εφαρμόζεται | θα εφαρμόζονται | ||
Fut ur | θα εφαρμόσω | θα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομε | θα εφαρμοστώ | θα εφαρμοστούμε | |
θα εφαρμόσεις | θα εφαρμόσετε | θα εφαρμοστείς | θα εφαρμοστείτε | ||
θα εφαρμόσει | θα εφαρμόσουν(ε) | θα εφαρμοστεί | θα εφαρμοστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εφαρμόσει θα έχω εφαρμοσμένο | θα έχουμε εφαρμόσει θα έχουμε εφαρμοσμένο | θα έχω εφαρμοστεί θα είμαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχουμε εφαρμοστεί θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
θα έχεις εφαρμόσει θα έχεις εφαρμοσμένο | θα έχετε εφαρμόσει θα έχετε εφαρμοσμένο | θα έχεις εφαρμοστεί θα είσαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχετε εφαρμοστεί θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
θα έχει εφαρμόσει θα έχει εφαρμοσμένο | θα έχουν εφαρμόσει θα έχουν εφαρμοσμένο | θα έχει εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | θα έχουν εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εφαρμόζω | να εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομε | να εφαρμόζομαι | να εφαρμοζόμαστε |
να εφαρμόζεις | να εφαρμόζετε | να εφαρμόζεσαι | να εφαρμόζεστε, | ||
να εφαρμόζει | να εφαρμόζουν(ε) | να εφαρμόζεται | να εφαρμόζονται | ||
Aorist | να εφαρμόσω | να εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομε | να εφαρμοστώ | να εφαρμοστούμε | |
να εφαρμόσεις | να εφαρμόσετε | να εφαρμοστείς | να εφαρμοστείτε | ||
να εφαρμόσει | να εφαρμόσουν | να εφαρμοστεί | να εφαρμοστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εφαρμόσει να έχω εφαρμοσμένο | να έχουμε εφαρμοσμένο | να έχω εφαρμοστεί | να έχουμε εφαρμοστεί | |
να έχεις εφαρμοσμένο | να έχετε εφαρμόσει να έχετε εφαρμοσμένο | να έχεις εφαρμοστεί να είσαι εφαρμοσμένος, -η | να έχετε εφαρμοστεί να είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
να έχει εφαρμόσει να έχει εφαρμοσμένο | να έχουν εφαρμόσει να έχουν εφαρμοσμένο | να έχει εφαρμοστεί | να έχουν εφαρμοστεί | ||
Imper ativ | Pres | εφάρμοζε | εφαρμόζετε | εφαρμόζεστε | |
Aorist | εφάρμοσε | εφαρμόστε | εφαρμόσου | εφαρμοστείτε | |
Part izip | Pres | εφαρμόζοντας | εφαρμοζόμενος | ||
Perf | έχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένο | εφαρμοσμένος, -η, -ο | εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εφαρμόσει | εφαρμοστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.