einsetzen
 Verb

καθιστώ Verb
(0)
εγκαθιστώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sollen wir das Herz jetzt einsetzen?Να μεταμοσχεύσουμε την καρδιά τώρα;

Übersetzung nicht bestätigt

Alles, was wir haben, gut einsetzen.Χρησιμοποίησε τα πάντα, να τους ταρακουνήσουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde es brillant einsetzen.Θα τους ταρακουνήσω, εντάξει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich musste es als kleinen Trick einsetzen... Das ist also nur ein Trick von dir, um mich herzubringen.΄Επρεπε να πω ένα ψεματάκι... ΄Ωστε ήταν ψεματάκι για να με φέρεις εδώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Dich einsetzen?Στο παιχνίδι;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθιστώκαθιστούμεκαθίσταμαικαθιστάμεθα
καθιστάςκαθιστάτεκαθίστασαικαθίστασθε
καθιστάκαθιστούν(ε)καθίσταταικαθίστανται
Imper
fekt
καθιστούσακαθιστούσαμε
καθιστούσεςκαθιστούσατε
καθιστούσεκαθιστούσαν(ε)καθίστατοκαθίσταντο
Aoristκατέστησακαταστήσαμεκατέστην
κατέτησεςκαταστήσατεκατέστης
κατέστησεκατέστησαν, καταστήσαν(ε)κατέστηκατέστησαν
Perf
ekt
έχω καταστήσειέχουμε καταστήσειέχω καταστείέχουμε καταστεί
έχεις καταστήσειέχετε καταστήσειέχεις καταστείέχετε καταστεί
έχει καταστήσειέχουν καταστήσειέχει καταστείέχουν καταστεί
Plu
perf
ekt
είχα καταστήσειείχαμε καταστήσειείχα καταστείείχαμε καταστεί
είχες καταστήσειείχατε καταστήσειείχες καταστείείχατε καταστεί
είχε καταστήσειείχαν καταστήσειείχε καταστείείχαν καταστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθιστώθα καθιστούμεθα καθίσταμαιθα καθιστάμεθα
θα καθιστάςθα καθιστάτεθα καθίστασαιθα καθίστασθε
θα καθιστάθα καθιστούν(ε)θα καθίσταταιθα καθίστανται
Fut
ur
θα καταστήσωθα καταστήσουμε, θα καταστήσομεθα καταστώθα καταστούμε
θα καταστήσειςθα καταστήσετεθα καταστείςθα καταστείτε
θα καταστήσειθα καταστήσουν(ε)θα καταστείθα καταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταστήσειθα έχουμε καταστήσει θα έχω καταστείθα έχουμε καταστεί
θα έχεις καταστήσειθα έχετε καταστήσειθα έχεις καταστείθα έχετε καταστεί
θα έχει καταστήσειθα έχουν καταστήσειθα έχει καταστείθα έχουν καταστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθιστώνα καθιστούμενα καθίσταμαινα καθιστάμεθα
να καθιστάςνα καθιστάτενα καθίστασαινα καθίστασθε
να καθιστάνα καθιστούν(ε)να καθίσταταινα καθίστανται
Aoristνα καταστήσωνα καταστήσουμε, να καταστήσομενα καταστώνα καταστούμε
να καταστήσειςνα καταστήσετενα καταστείςνα καταστείτε
να καταστήσεινα καταστήσουν(ε)να καταστείνα καταστούν(ε)
Perfνα έχω καταστήσεινα έχουμε καταστήσεινα έχω καταστείνα έχουμε καταστεί
να έχεις καταστήσεινα έχετε καταστήσεινα έχεις καταστείνα έχετε καταστεί
να έχει καταστήσεινα έχουν καταστήσεινα έχει καταστείνα έχουν καταστεί
Imper
ativ
Presκαθιστάτεκαθιστάσθε
Aoristκατάστησεκαταστήστε, καταστήσετεκαταστήσουκαταστείτε
Part
izip
Presκαθιστώνταςκαθιστάμενος
Perfέχοντας καταστήσεικατεστημένος, -η, -οκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταστήσεικαταστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγκαθιστώεγκαθιστούμεεγκαθίσταμαι(εγκαθιστάμεθα)
εγκαθιστάςεγκαθιστάτεεγκαθίστασαι(εγκαθίστασθε)
εγκαθιστάεγκαθιστούν(ε)εγκαθίσταταιεγκαθίστανται
Imper
fekt
εγκαθιστούσαεγκαθιστούσαμε
εγκαθιστούσεςεγκαθιστούσατε
εγκαθιστούσεεγκαθιστούσαν(ε)εγκαθίστατοεγκαθίσταντο
Aoristεγκατέστησαεγκαταστήσαμεεγκαταστάθηκαεγκατασταθήκαμε
εγκατέστησεςεγκαταστήσατεεγκαταστάθηκεςεγκατασταθήκατε
εγκατέστησεεγκατέστησαν, εγκαταστήσαν(ε)εγκαταστάθηκεεγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εγκαταστήσειέχουμε εγκαταστήσειέχω εγκατασταθεί
είμαι εγκατεστημένος, -η
έχουμε εγκατασταθεί
είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
έχεις εγκαταστήσειέχετε εγκαταστήσειέχεις εγκατασταθεί
είσαι εγκατεστημένος, -η
έχετε εγκατασταθεί
είστε εγκατεστημένοι, -ες
έχει εγκαταστήσειέχουν εγκαταστήσειέχει εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
έχουν εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα εγκαταστήσειείχαμε εγκαταστήσειείχα εγκατασταθεί
ήμουν εγκατεστημένος, -η
είχαμε εγκατασταθεί
ήμαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχες εγκαταστήσειείχατε εγκαταστήσειείχες εγκατασταθεί
ήσουν εγκατεστημένος, -η
είχατε εγκατασταθεί
ήσαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχε εγκαταστήσειείχαν εγκαταστήσειείχε εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένος, -η, -ο
είχαν εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγκαθιστώθα εγκαθιστούμεθα εγκαθίσταμαι(θα εγκαθιστάμεθα)
θα εγκαθιστάςθα εγκαθιστάτεθα εγκαθίστασαι(θα εγκαθίστασθε)
θα εγκαθιστάθα εγκαθιστούν(ε)θα εγκαθίσταταιθα εγκαθίστανται
Fut
ur
θα εγκαταστήσωθα εγκαταστήσουμε, θα εγκαταστήσομεθα εγκατασταθώθα εγκατασταθούμε
θα εγκαταστήσειςθα εγκαταστήσετεθα εγκατασταθείςθα εγκατασταθείτε
θα εγκαταστήσειθα εγκαταστήσουν(ε)θα εγκατασταθείθα εγκατασταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγκαταστήσειθα έχουμε εγκαταστήσει θα έχω εγκατασταθεί
θα είμαι εγκατεστημένος, -η
θα έχουμε εγκατασταθεί
θα είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχεις εγκαταστήσειθα έχετε εγκαταστήσειθα έχεις εγκατασταθεί
θα είσαι εγκατεστημένος, -η
θα έχετε εγκατασταθεί
θα είστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχει εγκαταστήσειθα έχουν εγκαταστήσειθα έχει εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
θα έχουν εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγκαθιστώνα εγκαθιστούμενα εγκαθίσταμαι(να εγκαθιστάμεθα)
να εγκαθιστάςνα εγκαθιστάτενα εγκαθίστασαι(να εγκαθίστασθε)
να εγκαθιστάνα εγκαθιστούν(ε)να εγκαθίσταταινα εγκαθίστανται
Aoristνα εγκαταστήσωνα εγκαταστήσουμε, να εγκαταστήσομενα εγκατασταθώνα εγκατασταθούμε
να εγκαταστήσειςνα εγκαταστήσετενα εγκατασταθείςνα εγκατασταθείτε
να εγκαταστήσεινα εγκαταστήσουν(ε)να εγκατασταθείνα εγκατασταθούν(ε)
Perfνα έχω εγκαταστήσεινα έχουμε εγκαταστήσεινα έχω εγκατασταθεί
να είμαι εγκατεστημένος, -η
να έχουμε εγκατασταθεί
να είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχεις εγκαταστήσεινα έχετε εγκαταστήσεινα έχεις εγκατασταθεί
να είσαι εγκατεστημένος, -η
να έχετε εγκατασταθεί
να είστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχει εγκαταστήσεινα έχουν εγκαταστήσεινα έχει εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
να έχουν εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεγκαθιστάτε(εγκαθιστάσθε)
Aoristεγκατάστησεεγκαταστήστε, εγκαταστήσετεεγκαταστήσουεγκατασταθείτε
Part
izip
Presεγκαθιστώνταςεγκαθιστάμενος
Perfέχοντας εγκαταστήσειεγκατεστημένος, -η, -οεγκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristεγκαταστήσειεγκατασταθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback