καθιστώ Verb  [kathisto, kathistw]

  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu καθιστώ

καθιστώ altgriechisch καθίστημι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καθιστώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθιστώκαθιστούμεκαθίσταμαικαθιστάμεθα
καθιστάςκαθιστάτεκαθίστασαικαθίστασθε
καθιστάκαθιστούν(ε)καθίσταταικαθίστανται
Imper
fekt
καθιστούσακαθιστούσαμε
καθιστούσεςκαθιστούσατε
καθιστούσεκαθιστούσαν(ε)καθίστατοκαθίσταντο
Aoristκατέστησακαταστήσαμεκατέστην
κατέτησεςκαταστήσατεκατέστης
κατέστησεκατέστησαν, καταστήσαν(ε)κατέστηκατέστησαν
Perf
ekt
έχω καταστήσειέχουμε καταστήσειέχω καταστείέχουμε καταστεί
έχεις καταστήσειέχετε καταστήσειέχεις καταστείέχετε καταστεί
έχει καταστήσειέχουν καταστήσειέχει καταστείέχουν καταστεί
Plu
perf
ekt
είχα καταστήσειείχαμε καταστήσειείχα καταστείείχαμε καταστεί
είχες καταστήσειείχατε καταστήσειείχες καταστείείχατε καταστεί
είχε καταστήσειείχαν καταστήσειείχε καταστείείχαν καταστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθιστώθα καθιστούμεθα καθίσταμαιθα καθιστάμεθα
θα καθιστάςθα καθιστάτεθα καθίστασαιθα καθίστασθε
θα καθιστάθα καθιστούν(ε)θα καθίσταταιθα καθίστανται
Fut
ur
θα καταστήσωθα καταστήσουμε, θα καταστήσομεθα καταστώθα καταστούμε
θα καταστήσειςθα καταστήσετεθα καταστείςθα καταστείτε
θα καταστήσειθα καταστήσουν(ε)θα καταστείθα καταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταστήσειθα έχουμε καταστήσει θα έχω καταστείθα έχουμε καταστεί
θα έχεις καταστήσειθα έχετε καταστήσειθα έχεις καταστείθα έχετε καταστεί
θα έχει καταστήσειθα έχουν καταστήσειθα έχει καταστείθα έχουν καταστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθιστώνα καθιστούμενα καθίσταμαινα καθιστάμεθα
να καθιστάςνα καθιστάτενα καθίστασαινα καθίστασθε
να καθιστάνα καθιστούν(ε)να καθίσταταινα καθίστανται
Aoristνα καταστήσωνα καταστήσουμε, να καταστήσομενα καταστώνα καταστούμε
να καταστήσειςνα καταστήσετενα καταστείςνα καταστείτε
να καταστήσεινα καταστήσουν(ε)να καταστείνα καταστούν(ε)
Perfνα έχω καταστήσεινα έχουμε καταστήσεινα έχω καταστείνα έχουμε καταστεί
να έχεις καταστήσεινα έχετε καταστήσεινα έχεις καταστείνα έχετε καταστεί
να έχει καταστήσεινα έχουν καταστήσεινα έχει καταστείνα έχουν καταστεί
Imper
ativ
Presκαθιστάτεκαθιστάσθε
Aoristκατάστησεκαταστήστε, καταστήσετεκαταστήσουκαταστείτε
Part
izip
Presκαθιστώνταςκαθιστάμενος
Perfέχοντας καταστήσεικατεστημένος, -η, -οκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταστήσεικαταστεί







Griechische Definition zu καθιστώ

καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος* : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: H στάση του τον καθιστά ύποπτο. Tον κατέστησα υπεύθυνο για την τήρηση της τάξεως. Kατέστη πειθήνιο όργανό τους, έγινε. Έχει καταστεί σαφές ότι…, έγινε σαφές. || (κυρ. νομ.): Tον κατέστησε κληρονόμο του, τον όρισε. Tην κατέστησε έγκυο, την άφησε σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < ελνστ. καθιστῶ (αρχ. καθιστάνω, καθίστημι)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback