einrichten
 Verb

διαμορφώνω Verb
(0)
ιδρύω Verb
(0)
καθιστώ Verb
(0)
διαρρυθμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du heiratest einen König, wenn ich es irgendwie einrichten kann.Θα παντρευτείς βασιλιά, όσο αυτό περνάει από το χέρι μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber, wenn es so ist, wie Manuel sagte, könntest du es einrichten, dass eines Tages in dem Boot von Manuels Vater ein Platz frei ist, neben ihm und Manuel?Κοίτα, αν είναι έτσι, όπως ο Μανουέλ είπε Θα μπορούσες να το κανονίσεις μια μέρα να υπάρχει μια θέση στη βάρκα του πατέρα γι'αυτόν και τον Μανουέλ;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir müssen uns 'ne Garderobe einrichten.Δεν ξέρω. Ζήτησα κρεμάστρες.

Übersetzung nicht bestätigt

Damit Suellen den Haushalt einrichten kann.Μα γιατί;

Übersetzung nicht bestätigt

Damit Suellen den Haushalt einrichten kann. Hier in Atlanta.Φρανκ, θα 'θελες να με πας μέχρι την θεία μου;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ιδρύωιδρύουμε, ιδρύομειδρύομαιιδρυόμαστε
ιδρύειςιδρύετειδρύεσαιιδρύεστε, ιδρυόσαστε
ιδρύειιδρύουν(ε)ιδρύεταιιδρύονται
Imper
fekt
ίδρυαιδρύαμειδρυόμουν(α)ιδρυόμαστε
ίδρυεςιδρύατειδρυόσουν(α)ιδρυόσαστε
ίδρυείδρυαν, ιδρύαν(ε)ιδρυόταν(ε)ιδρύονταν
Aoristίδρυσαιδρύσαμειδρύθηκαιδρυθήκαμε
ίδρυσεςιδρύσατειδρύθηκεςιδρυθήκατε
ίδρυσείδρυσαν, ιδρύσαν(ε)ιδρύθηκειδρύθηκαν, ιδρυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ιδρύσει
έχω ιδρυμένο
έχουμε ιδρύσει
έχουμε ιδρυμένο
έχω ιδρυθεί
είμαι ιδρυμένος, -η
έχουμε ιδρυθεί
είμαστε ιδρυμένοι, -ες
έχεις ιδρύσει
έχεις ιδρυμένο
έχετε ιδρύσει
έχετε ιδρυμένο
έχεις ιδρυθεί
είσαι ιδρυμένος, -η
έχετε ιδρυθεί
είστε ιδρυμένοι, -ες
έχει ιδρύσει
έχει ιδρυμένο
έχουν ιδρύσει
έχουν ιδρυμένο
έχει ιδρυθεί
είναι ιδρυμένος, -η, -ο
έχουν ιδρυθεί
είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ιδρύσει
είχα ιδρυμένο
είχαμε ιδρύσει
είχαμε ιδρυμένο
είχα ιδρυθεί
ήμουν ιδρυμένος, -η
είχαμε ιδρυθεί
ήμαστε ιδρυμένοι, -ες
είχες ιδρύσει
είχες ιδρυμένο
είχατε ιδρύσει
είχατε ιδρυμένο
είχες ιδρυθεί
ήσουν ιδρυμένος, -η
είχατε ιδρυθεί
ήσαστε ιδρυμένοι, -ες
είχε ιδρύσει
είχε ιδρυμένο
είχαν ιδρύσει
είχαν ιδρυμένο
είχε ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένος, -η, -ο
είχαν ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ιδρύωθα ιδρύουμε, θα ιδρύομεθα ιδρύομαιθα ιδρυόμαστε
θα ιδρύειςθα ιδρύετεθα ιδρύεσαιθα ιδρύεστε θα ιδρυόσαστε
θα ιδρύειθα ιδρύουν(ε)θα ιδρύεταιθα ιδρύονται
Fut
ur
θα ιδρύσωθα ιδρύσουμε, θα ιδρύσομεθα ιδρυθώθα ιδρυθούμε
θα ιδρύσειςθα ιδρύσετεθα ιδρυθείςθα ιδρυθείτε
θα ιδρύσειθα ιδρύσουν(ε)θα ιδρυθείθα ιδρυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ιδρύσει
θα έχω ιδρυμένο
θα έχουμε ιδρύσει
θα έχουμε ιδρυμένο
θα έχω ιδρυθεί
θα είμαι ιδρυμένος, -η
θα έχουμε ιδρυθεί
θα είμαστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχεις ιδρύσει
θα έχεις ιδρυμένο
θα έχετε ιδρύσει
θα έχετε ιδρυμένο
θα έχεις ιδρυθεί
θα είσαι ιδρυμένος, -η
θα έχετε ιδρυθεί
θα είστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχει ιδρύσει
θα έχει ιδρυμένο
θα έχουν ιδρύσει
θα έχουν ιδρυμένο
θα έχει ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ιδρύωνα ιδρύουμε, να ιδρύομενα ιδρύομαινα ιδρυόμαστε
να ιδρύειςνα ιδρύετενα ιδρύεσαινα ιδρύεστε, να ιδρυόσαστε
να ιδρύεινα ιδρύουν(ε)να ιδρύεταινα ιδρύονται
Aoristνα ιδρύσωνα ιδρύσουμε, να ιδρύσομενα ιδρυθώνα ιδρυθούμε
να ιδρύσειςνα ιδρύσετενα ιδρυθείςνα ιδρυθείτε
να ιδρύσεινα ιδρύσουν(ε)να ιδρυθείνα ιδρυθούν(ε)
Perfνα έχω ιδρύσει
να έχω ιδρυμένο
να έχουμε ιδρύσει
να έχουμε ιδρυμένο
να έχω ιδρυθεί
να είμαι ιδρυμένος, -η
να έχουμε ιδρυθεί
να είμαστε ιδρυμένοι, -ες
να έχεις ιδρύσει
να έχεις ιδρυμένο
να έχετε ιδρύσει
να έχετε ιδρυμένο
να έχεις ιδρυθεί
να είσαι ιδρυμένος, -η
να έχετε ιδρυθεί
να είστε ιδρυμένοι, -ες
να έχει ιδρύσει
να έχει ιδρυμένο
να έχουν ιδρύσει
να έχουν ιδρυμένο
να έχει ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένος, -η, -ο
να έχουν ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presίδρυειδρύετειδρύεστε
Aoristίδρυσειδρύσετε, ιδρύστειδρύσουιδρυθείτε
Part
izip
Presιδρύοντας
Perfέχοντας ιδρύσει, έχοντας ιδρυμένοιδρυμένος, -η, -οιδρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristιδρύσειιδρυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθιστώκαθιστούμεκαθίσταμαικαθιστάμεθα
καθιστάςκαθιστάτεκαθίστασαικαθίστασθε
καθιστάκαθιστούν(ε)καθίσταταικαθίστανται
Imper
fekt
καθιστούσακαθιστούσαμε
καθιστούσεςκαθιστούσατε
καθιστούσεκαθιστούσαν(ε)καθίστατοκαθίσταντο
Aoristκατέστησακαταστήσαμεκατέστην
κατέτησεςκαταστήσατεκατέστης
κατέστησεκατέστησαν, καταστήσαν(ε)κατέστηκατέστησαν
Perf
ekt
έχω καταστήσειέχουμε καταστήσειέχω καταστείέχουμε καταστεί
έχεις καταστήσειέχετε καταστήσειέχεις καταστείέχετε καταστεί
έχει καταστήσειέχουν καταστήσειέχει καταστείέχουν καταστεί
Plu
perf
ekt
είχα καταστήσειείχαμε καταστήσειείχα καταστείείχαμε καταστεί
είχες καταστήσειείχατε καταστήσειείχες καταστείείχατε καταστεί
είχε καταστήσειείχαν καταστήσειείχε καταστείείχαν καταστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθιστώθα καθιστούμεθα καθίσταμαιθα καθιστάμεθα
θα καθιστάςθα καθιστάτεθα καθίστασαιθα καθίστασθε
θα καθιστάθα καθιστούν(ε)θα καθίσταταιθα καθίστανται
Fut
ur
θα καταστήσωθα καταστήσουμε, θα καταστήσομεθα καταστώθα καταστούμε
θα καταστήσειςθα καταστήσετεθα καταστείςθα καταστείτε
θα καταστήσειθα καταστήσουν(ε)θα καταστείθα καταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταστήσειθα έχουμε καταστήσει θα έχω καταστείθα έχουμε καταστεί
θα έχεις καταστήσειθα έχετε καταστήσειθα έχεις καταστείθα έχετε καταστεί
θα έχει καταστήσειθα έχουν καταστήσειθα έχει καταστείθα έχουν καταστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθιστώνα καθιστούμενα καθίσταμαινα καθιστάμεθα
να καθιστάςνα καθιστάτενα καθίστασαινα καθίστασθε
να καθιστάνα καθιστούν(ε)να καθίσταταινα καθίστανται
Aoristνα καταστήσωνα καταστήσουμε, να καταστήσομενα καταστώνα καταστούμε
να καταστήσειςνα καταστήσετενα καταστείςνα καταστείτε
να καταστήσεινα καταστήσουν(ε)να καταστείνα καταστούν(ε)
Perfνα έχω καταστήσεινα έχουμε καταστήσεινα έχω καταστείνα έχουμε καταστεί
να έχεις καταστήσεινα έχετε καταστήσεινα έχεις καταστείνα έχετε καταστεί
να έχει καταστήσεινα έχουν καταστήσεινα έχει καταστείνα έχουν καταστεί
Imper
ativ
Presκαθιστάτεκαθιστάσθε
Aoristκατάστησεκαταστήστε, καταστήσετεκαταστήσουκαταστείτε
Part
izip
Presκαθιστώνταςκαθιστάμενος
Perfέχοντας καταστήσεικατεστημένος, -η, -οκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταστήσεικαταστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback