durchführen
 Verb

διεξάγω Verb
(6)
εφαρμόζω Verb
(0)
διενεργώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will diese Auktion ordentlich durchführen!Σκοπεύω να διεξάγω πλειστηριασμό με πολιτισμένο τρόπο!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss jetzt eine strafrechtliche Untersuchung durchführen, um eine Gefährdung von US-Interessen auszuschließen.Και μόνη μου επιλογή είναι να διεξάγω γρήγορα ποινική ανάκριση για ν' αποφύγω νομική θέση κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich sollte ein Routine-Interview für die Verleihung eines Ordens durchführen.Επρόκειτο να διεξάγω μια συνέντευξη ρουτίνας για την απονομή παράσημου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich würde liebend gerne weiter mit ihnen quatschen, aber ich muss eine Ermittlung durchführen.Θα ήθελα να μείνω για κουβέντα, αλλά έχω να διεξάγω μια έρευνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Leute, da ich der Firmenbürokrat bin, werde ich heute die jährliche Leistungsbewertung durchführen.Άνθρωποι, ως ο γραφειοκράτης αυτής της εταιρείας, Θα διεξάγω σήμερα την ετήσια επανεξέταση των επιδόσεων σας.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εφαρμόζωεφαρμόζουμε, εφαρμόζομεεφαρμόζομαιεφαρμοζόμαστε
εφαρμόζειςεφαρμόζετεεφαρμόζεσαιεφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε
εφαρμόζειεφαρμόζουν(ε)εφαρμόζεταιεφαρμόζονται
Imper
fekt
εφάρμοζαεφαρμόζαμεεφαρμοζόμουν(α)εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν
εφάρμοζεςεφαρμόζατεεφαρμοζόσουν(α)εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν
εφάρμοζεεφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε)εφαρμοζόταν(ε)εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν
Aoristεφάρμοσαεφαρμόσαμεεφαρμόστηκαεφαρμοστήκαμε
εφάρμοσεςεφαρμόσατεεφαρμόστηκεςεφαρμοστήκατε
εφάρμοσεεφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε)εφαρμόστηκεεφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε
Per
fekt
έχω εφαρμόσει
έχω εφαρμοσμένο
έχουμε εφαρμόσει
έχουμε εφαρμοσμένο
έχω εφαρμοστεί
είμαι εφαρμοσμένος, -η
έχουμε εφαρμοστεί
είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχεις εφαρμόσει
έχεις εφαρμοσμένο
έχετε εφαρμόσει
έχετε εφαρμοσμένο
έχεις εφαρμοστεί
είσαι εφαρμοσμένος, -η
έχετε εφαρμοστεί
είστε εφαρμοσμένοι, -ες
έχει εφαρμόσει
έχει εφαρμοσμένο
έχουν εφαρμόσει
έχουν εφαρμοσμένο
έχει εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
έχουν εφαρμοστεί
είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εφαρμόσει
είχα εφαρμοσμένο
είχαμε εφαρμόσει
είχαμε εφαρμοσμένο
είχα εφαρμοστεί
ήμουν εφαρμοσμένος, -η
είχαμε εφαρμοστεί
ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχες εφαρμόσει
είχες εφαρμοσμένο
είχατε εφαρμόσει
είχατε εφαρμοσμένο
είχες εφαρμοστεί
ήσουν εφαρμοσμένος, -η
είχατε εφαρμοστεί
ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες
είχε εφαρμόσει
είχε εφαρμοσμένο
είχαν εφαρμόσει
είχαν εφαρμοσμένο
είχε εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο
είχαν εφαρμοστεί
ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εφαρμόζωθα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομεθα εφαρμόζομαιθα εφαρμοζόμαστε
θα εφαρμόζειςθα εφαρμόζετεθα εφαρμόζεσαιθα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε
θα εφαρμόζειθα εφαρμόζουν(ε)θα εφαρμόζεταιθα εφαρμόζονται
Fut
ur
θα εφαρμόσωθα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομεθα εφαρμοστώθα εφαρμοστούμε
θα εφαρμόσειςθα εφαρμόσετεθα εφαρμοστείςθα εφαρμοστείτε
θα εφαρμόσειθα εφαρμόσουν(ε)θα εφαρμοστείθα εφαρμοστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εφαρμόσει
θα έχω εφαρμοσμένο
θα έχουμε εφαρμόσει
θα έχουμε εφαρμοσμένο
θα έχω εφαρμοστεί
θα είμαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχουμε εφαρμοστεί
θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχεις εφαρμόσει
θα έχεις εφαρμοσμένο
θα έχετε εφαρμόσει
θα έχετε εφαρμοσμένο
θα έχεις εφαρμοστεί
θα είσαι εφαρμοσμένος, -η
θα έχετε εφαρμοστεί
θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες
θα έχει εφαρμόσει
θα έχει εφαρμοσμένο
θα έχουν εφαρμόσει
θα έχουν εφαρμοσμένο
θα έχει εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
θα έχουν εφαρμοστεί
θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εφαρμόζωνα εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομενα εφαρμόζομαινα εφαρμοζόμαστε
να εφαρμόζειςνα εφαρμόζετενα εφαρμόζεσαινα εφαρμόζεστε, να εφαρμοζόσαστε
να εφαρμόζεινα εφαρμόζουν(ε)να εφαρμόζεταινα εφαρμόζονται
Aoristνα εφαρμόσωνα εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομενα εφαρμοστώνα εφαρμοστούμε
να εφαρμόσειςνα εφαρμόσετενα εφαρμοστείςνα εφαρμοστείτε
να εφαρμόσεινα εφαρμόσουννα εφαρμοστείνα εφαρμοστούν(ε)
Perfνα έχω εφαρμόσει
να έχω εφαρμοσμένο
να έχουμε εφαρμόσει
να έχουμε εφαρμοσμένο
να έχω εφαρμοστεί
να είμαι εφαρμοσμένος, -η
να έχουμε εφαρμοστεί
να είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχεις εφαρμόσει
να έχεις εφαρμοσμένο
να έχετε εφαρμόσει
να έχετε εφαρμοσμένο
να έχεις εφαρμοστεί
να είσαι εφαρμοσμένος, -η
να έχετε εφαρμοστεί
να είστε εφαρμοσμένοι, -ες
να έχει εφαρμόσει
να έχει εφαρμοσμένο
να έχουν εφαρμόσει
να έχουν εφαρμοσμένο
να έχει εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο
να έχουν εφαρμοστεί
να είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεφάρμοζεεφαρμόζετεεφαρμόζεστε
Aoristεφάρμοσεεφαρμόστεεφαρμόσουεφαρμοστείτε
Part
izip
Presεφαρμόζονταςεφαρμοζόμενος
Perfέχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένοεφαρμοσμένος, -η, -οεφαρμοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristεφαρμόσειεφαρμοστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback