εφαρμόζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Übernehmen Sie jetzt. | Ανέλαβε. Übersetzung nicht bestätigt |
Übernehmen Sie den Fall, Herr Major. | Ανέλαβε την υπόθεση, ταγματάρχα. Übersetzung nicht bestätigt |
Übernehmen Sie doch bitte den Hund. | Καλύτερα να αναλάβεις το σκύλο. Übersetzung nicht bestätigt |
Übernehmen Sie mal? | Θα πάρετε τη θέση μου; Εντάξει. Übersetzung nicht bestätigt |
Übernehmen Sie, Hauptmann! | Ανάλαβέ τους εσύ, Λοχαγέ. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Übernahme |
Übernehmen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εφαρμόζω | εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | εφαρμόζομαι | εφαρμοζόμαστε |
εφαρμόζεις | εφαρμόζετε | εφαρμόζεσαι | εφαρμόζεστε, εφαρμοζόσαστε | ||
εφαρμόζει | εφαρμόζουν(ε) | εφαρμόζεται | εφαρμόζονται | ||
Imper fekt | εφάρμοζα | εφαρμόζαμε | εφαρμοζόμουν(α) | εφαρμοζόμαστε, εφαρμοζόμασταν | |
εφάρμοζες | εφαρμόζατε | εφαρμοζόσουν(α) | εφαρμοζόσαστε, εφαρμοζόσασταν | ||
εφάρμοζε | εφάρμοζαν, εφαρμόζαν(ε) | εφαρμοζόταν(ε) | εφαρμόζονταν, εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν | ||
Aorist | εφάρμοσα | εφαρμόσαμε | εφαρμόστηκα | εφαρμοστήκαμε | |
εφάρμοσες | εφαρμόσατε | εφαρμόστηκες | εφαρμοστήκατε | ||
εφάρμοσε | εφάρμοσαν, εφαρμόσαν(ε) | εφαρμόστηκε | εφαρμόστηκαν, εφαρμοστήκανε | ||
Per fekt | έχω εφαρμόσει έχω εφαρμοσμένο | έχουμε εφαρμόσει έχουμε εφαρμοσμένο | έχω εφαρμοστεί είμαι εφαρμοσμένος, -η | έχουμε εφαρμοστεί είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
έχεις εφαρμόσει έχεις εφαρμοσμένο | έχετε εφαρμόσει έχετε εφαρμοσμένο | έχεις εφαρμοστεί είσαι εφαρμοσμένος, -η | έχετε εφαρμοστεί είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
έχει εφαρμόσει έχει εφαρμοσμένο | έχουν εφαρμόσει έχουν εφαρμοσμένο | έχει εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | έχουν εφαρμοστεί είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εφαρμόσει είχα εφαρμοσμένο | είχαμε εφαρμόσει είχαμε εφαρμοσμένο | είχα εφαρμοστεί ήμουν εφαρμοσμένος, -η | είχαμε εφαρμοστεί ήμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
είχες εφαρμόσει είχες εφαρμοσμένο | είχατε εφαρμόσει είχατε εφαρμοσμένο | είχες εφαρμοστεί ήσουν εφαρμοσμένος, -η | είχατε εφαρμοστεί ήσαστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
είχε εφαρμόσει είχε εφαρμοσμένο | είχαν εφαρμόσει είχαν εφαρμοσμένο | είχε εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένος, -η, -ο | είχαν εφαρμοστεί ήταν εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εφαρμόζω | θα εφαρμόζουμε, θα εφαρμόζομε | θα εφαρμόζομαι | θα εφαρμοζόμαστε | |
θα εφαρμόζεις | θα εφαρμόζετε | θα εφαρμόζεσαι | θα εφαρμόζεστε, θα εφαρμοζόσαστε | ||
θα εφαρμόζει | θα εφαρμόζουν(ε) | θα εφαρμόζεται | θα εφαρμόζονται | ||
Fut ur | θα εφαρμόσω | θα εφαρμόσουμε, θα εφαρμόσομε | θα εφαρμοστώ | θα εφαρμοστούμε | |
θα εφαρμόσεις | θα εφαρμόσετε | θα εφαρμοστείς | θα εφαρμοστείτε | ||
θα εφαρμόσει | θα εφαρμόσουν(ε) | θα εφαρμοστεί | θα εφαρμοστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εφαρμόσει θα έχω εφαρμοσμένο | θα έχουμε εφαρμόσει θα έχουμε εφαρμοσμένο | θα έχω εφαρμοστεί θα είμαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχουμε εφαρμοστεί θα είμαστε εφαρμοσμένοι, -ες | |
θα έχεις εφαρμόσει θα έχεις εφαρμοσμένο | θα έχετε εφαρμόσει θα έχετε εφαρμοσμένο | θα έχεις εφαρμοστεί θα είσαι εφαρμοσμένος, -η | θα έχετε εφαρμοστεί θα είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
θα έχει εφαρμόσει θα έχει εφαρμοσμένο | θα έχουν εφαρμόσει θα έχουν εφαρμοσμένο | θα έχει εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένος, -η, -ο | θα έχουν εφαρμοστεί θα είναι εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εφαρμόζω | να εφαρμόζουμε, να εφαρμόζομε | να εφαρμόζομαι | να εφαρμοζόμαστε |
να εφαρμόζεις | να εφαρμόζετε | να εφαρμόζεσαι | να εφαρμόζεστε, | ||
να εφαρμόζει | να εφαρμόζουν(ε) | να εφαρμόζεται | να εφαρμόζονται | ||
Aorist | να εφαρμόσω | να εφαρμόσουμε, να εφαρμόσομε | να εφαρμοστώ | να εφαρμοστούμε | |
να εφαρμόσεις | να εφαρμόσετε | να εφαρμοστείς | να εφαρμοστείτε | ||
να εφαρμόσει | να εφαρμόσουν | να εφαρμοστεί | να εφαρμοστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εφαρμόσει να έχω εφαρμοσμένο | να έχουμε εφαρμοσμένο | να έχω εφαρμοστεί | να έχουμε εφαρμοστεί | |
να έχεις εφαρμοσμένο | να έχετε εφαρμόσει να έχετε εφαρμοσμένο | να έχεις εφαρμοστεί να είσαι εφαρμοσμένος, -η | να έχετε εφαρμοστεί να είστε εφαρμοσμένοι, -ες | ||
να έχει εφαρμόσει να έχει εφαρμοσμένο | να έχουν εφαρμόσει να έχουν εφαρμοσμένο | να έχει εφαρμοστεί | να έχουν εφαρμοστεί | ||
Imper ativ | Pres | εφάρμοζε | εφαρμόζετε | εφαρμόζεστε | |
Aorist | εφάρμοσε | εφαρμόστε | εφαρμόσου | εφαρμοστείτε | |
Part izip | Pres | εφαρμόζοντας | εφαρμοζόμενος | ||
Perf | έχοντας εφαρμόσει, έχοντας εφαρμοσμένο | εφαρμοσμένος, -η, -ο | εφαρμοσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εφαρμόσει | εφαρμοστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.