επιτρέπω Verb  [epitrepo, epitrepw]

  Verb
(17)
  Verb
(6)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επιτρέπω

επιτρέπω altgriechisch ἐπιτρέπω


GriechischDeutsch
Θέλω πραγματικά να τονίσω ότι, για μένα, προστατεύω τη ζωή σημαίνει επιτρέπω την πρόοδο της ιατρικής έρευνας.Ich möchte deutlich sagen, daß für mich der Schutz des Lebens auch darin besteht, die Fortschritte der medizinischen Forschung zu erlauben.

Übersetzung bestätigt

Ακόμα κι αν η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί εξ ολοκλήρου τις οδηγίες στην απόφαση που προτείνεται, επιτρέπω στον εαυτό μου να προβάλλει μια μικρή παρατήρηση για την πρώτη σκέψη.Auch wenn die Kommission die in dem Entschließungsantrag enthaltenen Leitlinien in vollem Umfang gutheißen kann, möchte ich mir erlauben, eine kleine Anmerkung zur ersten Erwägung zu machen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu επιτρέπω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτρέπωεπιτρέπουμε, επιτρέπομεepitrepomai">επιτρέπομαιεπιτρεπόμαστε
επιτρέπειςεπιτρέπετεεπιτρέπεσαιεπιτρέπεστε, επιτρεπόσαστε
επιτρέπειεπιτρέπουν(ε)επιτρέπεταιεπιτρέπονται
Imper
fekt
επέτρεπαεπιτρέπαμεεπιτρεπόμουν(α)επιτρεπόμαστε, επιτρεπόμασταν
επέτρεπεςεπιτρέπατεεπιτρεπόσουν(α)επιτρεπόσαστε, επιτρεπόσασταν
επέτρεπεεπέτρεπαν, επιτρέπαν(ε)επιτρεπόταν(ε)επιτρέπονταν, επιτρεπόντανε, επιτρεπόντουσαν
Aoristεπέτρεψαεπιτρέψαμεεπιτράπηκαεπιτραπήκαμε
επέτρεψεςεπιτρέψατεεπιτράπηκεςεπιτραπήκατε
επέτρεψεεπέτρεψαν, επιτρέψαν(ε)επιτράπηκεεεπιτράπηκαν, επιτραπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτρέψειέχουμε επιτρέψειέχω επιτραπείέχουμε επιτραπεί
έχεις επιτρέψειέχετε επιτρέψειέχεις επιτραπείέχετε επιτραπεί
έχει επιτρέψειέχουν επιτρέψειέχει επιτραπείέχουν επιτραπεί
Plu
per
fekt
είχα επιτρέψειείχαμε επιτρέψειείχα επιτραπείείχαμε επιτραπεί
είχες επιτρέψειείχατε επιτρέψειείχες επιτραπείείχατε επιτραπεί
είχε επιτρέψειείχαν επιτρέψειείχε επιτραπείείχαν επιτραπεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτρέπωθα επιτρέπουμε, θα επιτρέπομεθα επιτρέπομαιθα επιτρεπόμαστε
θα επιτρέπειςθα επιτρέπετεθα επιτρέπεσαιθα επιτρέπεστε, θα επιτρεπόσαστε
θα επιτρέπειθα επιτρέπουν(ε)θα επιτρέπεταιθα επιτρέπονται
Fut
ur
θα επιτρέψωθα επιτρέψουμε, θα επιτρέψομεθα επιτραπώθα επιτραπούμε
θα επιτρέψειςθα επιτρέψετεθα επιτραπείςθα επιτραπείτε
θα επιτρέψειθα επιτρέψουν(ε)θα επιτραπείθα επιτραπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτρέψειθα έχουμε επιτρέψειθα έχω επιτραπείθα έχουμε επιτραπεί
θα έχεις επιτρέψειθα έχετε επιτρέψειθα έχεις επιτραπείθα έχετε επιτραπεί
θα έχει επιτρέψειθα έχουν επιτρέψειθα έχει επιτραπείθα έχουν επιτραπεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτρέπωνα επιτρέπουμε, να επιτρέπομενα επιτρέπομαινα επιτρεπόμαστε
να επιτρέπειςνα επιτρέπετενα επιτρέπεσαινα επιτρέπεστε, να επιτρεπόσαστε
να επιτρέπεινα επιτρέπουν(ε)να επιτρέπεταινα επιτρέπονται
Aoristνα επιτρέψωνα επιτρέψουμε, να επιτρέψομενα επιτραπώνα επιτραπούμε
να επιτρέψειςνα επιτρέψετενα επιτραπείςνα επιτραπείτε
να επιτρέψεινα επιτρέψουν(ε)να επιτραπείνα επιτραπούν(ε)
Perfνα έχω επιτρέψεινα έχουμε επιτρέψεινα έχω επιτραπείνα έχουμε επιτραπεί
να έχεις επιτρέψεινα έχετε επιτρέψεινα έχεις επιτραπείνα έχετε επιτραπεί
να έχει επιτρέψεινα έχουν επιτρέψεινα έχει επιτραπείνα έχουν επιτραπεί
Imper
ativ
Presεπίτρεπεεπιτρέπετεεπιτρέπεστε
Aoristεπίτρεψεεπιτρέψτε, επιτρέψετεεπιτραπείτε
Part
izip
Presεπιτρέποντας
Perfέχοντας επιτρέψει
InfinAoristεπιτρέψειεπιτραπεί











Griechische Definition zu επιτρέπω

επιτρέπω [epitrépo] -εται Ρ αόρ. επέτρεψα, απαρέμφ. επιτρέψει, παθ. αόρ. επιτράπηκε, απαρέμφ. επιτραπεί : δίνω σε κπ. την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κτ. ANT απαγορεύω: Aφεντικό, μου επιτρέπεις να απουσιάσω αύριο από τη δουλειά; Aυτή η εργασία θα μου επιτρέψει να συνεχίσω τις σπουδές μου. H επιτρεπόμενη ταχύτητα. || αφήνω κτ. να γίνει, να υπάρχει: Ποτέ δε θα επιτρέψω αυτό το γάμο. Δεν επιτρέπω διακοπές. Ο μουσουλμανικός νόμος επιτρέπει την πολυγαμία. H εκδρομή θα γίνει, αν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες. || επιτρέπω κτ. στον εαυτό μου, αφήνω τον εαυτό μου να κάνει κτ.: Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου αυτό το λάθος / αυτή την πολυτέλεια. Δε μου επιτρέπεται να εκφραστώ μ΄ αυτό τον αγενή τρόπο. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* και καιρού επιτρέποντος. (ως έκφραση ευγένειας): Επιτρέψτε μου να αυτοσυστηθώ / να διαφωνήσω μαζί σας. Επιτρέψετέ μου να σας επισημάνω τη σπουδαιότητα του θέματος. || (παθ., στο γ' πρόσ.) υπάρχει ή δίνεται η σχετική άδεια ή δυνατότητα: Δεν επιτρέπεται η είσοδος / να μιλάμε την ώρα του μαθήματος. Xώρος όπου επιτρέπεται το κάπνισμα. Mη νομίζεις ότι στη δημοκρατία όλα επιτρέπονται. Zητούν να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν. Επιτρέπεται; - Παρακαλώ!, όταν ζητάμε την άδεια για κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτρέπω `εμπιστεύομαι, παραδίνω, παρέχω το δικαίωμα΄ & σημδ. γαλλ. permettre]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback