anstellen
 Verb

τοποθετώ Verb
(0)
διορίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich sagte, Sie sollen sich anstellen.-Εγώ τους είπα να πάνε πίσω. -Ναι;

Übersetzung nicht bestätigt

Keine Zeitung der Welt würde mich noch als Büroboten anstellen, oder?Καμία εφημερίδα στον κόσμο... δεν θα μ' έπαιρνε, ούτε καν για τα θελήματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Was glaubst du werden die mit uns anstellen?Τι λες να μας κάνουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Wie sollen wir das denn anstellen?Πώς λέτε να το κάνουμε;

Übersetzung nicht bestätigt

Phil wollte was anstellen, was zu raffiniert für ihn war, ich kam her, um ihm zu helfen.Ο Φιλ πήγαινε να κάνει μια κομπίνα πολύ μεγάλη για το μπόι του... και ήρθα να τον μεταπείσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τοποθετώτοποθετούμετοποθετούμαιτοποθετούμαστε
τοποθετείςτοποθετείτετοποθετείσαιτοποθετείστε
τοποθετείτοποθετούν(ε)τοποθετείταιτοποθετούνται
Imper
fekt
τοποθετούσατοποθετούσαμετοποθετούμουντοποθετούμαστε
τοποθετούσεςτοποθετούσατε
τοποθετούσετοποθετούσαν(ε)τοποθετούνταν, τοποθετείτοτοποθετούνταν, τοποθετούντο
Aoristτοποθέτησατοποθετήσαμετοποθετήθηκατοποθετηθήκαμε
τοποθέτησεςτοποθετήσατετοποθετήθηκεςτοποθετηθήκατε
τοποθέτησετοποθέτησαν, τοποθετήσαν(ε)τοποθετήθηκετοποθετήθηκαν, τοποθετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τοποθετήσει
έχω τοποθετημένο
έχουμε τοποθετήσει
έχουμε τοποθετημένο
έχω τοποθετηθεί
είμαι τοποθετημένος, -η
έχουμε τοποθετηθεί
είμαστε τοποθετημένοι, -ες
έχεις τοποθετήσει
έχεις τοποθετημένο
έχετε τοποθετήσει
έχετε τοποθετημένο
έχεις τοποθετηθεί
είσαι τοποθετημένος, -η
έχετε τοποθετηθεί
είστε τοποθετημένοι, -ες
έχει τοποθετήσει
έχει τοποθετημένο
έχουν τοποθετήσει
έχουν τοποθετημένο
έχει τοποθετηθεί
είναι τοποθετημένος, -η, -ο
έχουν τοποθετηθεί
είναι τοποθετημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα τοποθετήσει
είχα τοποθετημένο
είχαμε τοποθετήσει
είχαμε τοποθετημένο
είχα τοποθετηθεί
ήμουν τοποθετημένος, -η
είχαμε τοποθετηθεί
ήμαστε τοποθετημένοι, -ες
είχες τοποθετήσει
είχες τοποθετημένο
είχατε τοποθετήσει
είχατε τοποθετημένο
είχες τοποθετηθεί
ήσουν τοποθετημένος, -η
είχατε τοποθετηθεί
ήσαστε τοποθετημένοι, -ες
είχε τοποθετήσει
είχε τοποθετημένο
είχαν τοποθετήσει
είχαν τοποθετημένο
είχε τοποθετηθεί
ήταν τοποθετημένος, -η, -ο
είχαν τοποθετηθεί
ήταν τοποθετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τοποθετώθα τοποθετούμεθα τοποθετούμαιθα τοποθετούμαστε
θα τοποθετείςθα τοποθετείτεθα τοποθετείσαιθα τοποθετείστε
θα τοποθετείθα τοποθετούν(ε)θα τοποθετείταιθα τοποθετούνται
Fut
ur
θα τοποθετήσωθα τοποθετήσουμεθα τοποθετηθώθα τοποθετηθούμε
θα τοποθετήσειςθα τοποθετήσετεθα τοποθετηθείςθα τοποθετηθείτε
θα τοποθετήσειθα τοποθετήσουν(ε)θα τοποθετηθείθα τοποθετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τοποθετήσει
θα έχω τοποθετημένο
θα έχουμε τοποθετήσει
θα έχουμε τοποθετημένο
θα έχω τοποθετηθεί
θα είμαι τοποθετημένος, -η
θα έχουμε τοποθετηθεί
θα είμαστε τοποθετημένοι, -ες
θα έχεις τοποθετήσει
θα έχεις τοποθετημένο
θα έχετε τοποθετήσει
θα έχετε τοποθετημένο
θα έχεις τοποθετηθεί
θα είσαι τοποθετημένος, -η
θα έχετε τοποθετηθεί
θα είστε τοποθετημένοι, -η
θα έχει τοποθετήσει
θα έχει τοποθετημένο
θα έχουν τοποθετήσει
θα έχουν τοποθετημένο
θα έχει τοποθετηθεί
θα είναι τοποθετημένος, -η, -ο
θα έχουν τοποθετηθεί
θα είναι τοποθετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τοποθετώνα τοποθετούμενα τοποθετούμαινα τοποθετούμαστε
να τοποθετείςνα τοποθετείτενα τοποθετείσαινα τοποθετείστε
να τοποθετείνα τοποθετούν(ε)να τοποθετείταινα τοποθετούνται
Aoristνα τοποθετήσωνα τοποθετήσουμε, να τοποθετήσομενα τοποθετηθώνα τοποθετηθούμε
να τοποθετήσειςνα τοποθετήσετενα τοποθετηθείςνα τοποθετηθείτε
να τοποθετήσεινα τοποθετήσουν(ε)να τοποθετηθείνα τοποθετηθούν(ε)
Perfνα έχω τοποθετήσει
να έχω τοποθετημένο
να έχουμε τοποθετήσει
να έχουμε τοποθετημένο
να έχω τοποθετηθεί
να είμαι τοποθετημένος, -η
να έχουμε τοποθετηθεί
να είμαστε τοποθετημένοι, -ες
να έχεις τοποθετήσει
να έχεις τοποθετημένο
να έχετε τοποθετήσει
να έχετε τοποθετημένο
να έχεις τοποθετηθεί
να είσαι τοποθετημένος, -η
να έχετε τοποθετηθεί
να είστε τοποθετημένοι, -ες
να έχει τοποθετήσει
να έχει τοποθετημένο
να έχουν τοποθετήσει
να έχουν τοποθετημένο
να έχει τοποθετηθεί
να είναι τοποθετημένος, -η, -ο
να έχουν τοποθετηθεί
να είναι τοποθετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτοποθετείτετοποθετείστε
Aoristτοποθέτησετοποθετήστε, τοποθετήσετετοποθετήσουτοποθετηθείτε
Part
izip
Presτοποθετώντας
Perfέχοντας τοποθετήσει, έχοντας τοποθετημένοτοποθετημένος, -η, -οτοποθετημένοι, -ες, -α
InfinAoristτοποθετήσειτοποθετηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διορίζωδιορίζουμε, διορίζομεδιορίζομαιδιοριζόμαστε
διορίζειςδιορίζετεδιορίζεσαιδιορίζεστε, διοριζόσαστε
διορίζειδιορίζουν(ε)διορίζεταιδιορίζονται
Imper
fekt
διόριζαδιορίζαμεδιοριζόμουν(α)διοριζόμαστε, διοριζόμασταν
διόριζεςδιορίζατεδιοριζόσουν(α)διοριζόσαστε, διοριζόσασταν
διόριζεδιόριζαν, διορίζαν(ε)διοριζόταν(ε)διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν
Aoristδιόρισαδιορίσαμεδιορίστηκαδιοριστήκαμε
διόρισεςδιορίσατεδιορίστηκεςδιοριστήκατε
διόρισεδιόρισαν, διορίσαν(ε)διορίστηκεδιορίστηκαν, διοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διορίσει
έχω διορισμένο
έχουμε διορίσει
έχουμε διορισμένο
έχω διοριστεί
είμαι διορισμένος, -η
έχουμε διοριστεί
είμαστε διορισμένοι, -ες
έχεις διορίσει
έχεις διορισμένο
έχετε διορίσει
έχετε διορισμένο
έχεις διοριστεί
είσαι διορισμένος, -η
έχετε διοριστεί
είστε διορισμένοι, -ες
έχει διορίσει
έχει διορισμένο
έχουν διορίσει
έχουν διορισμένο
έχει διοριστεί
είναι διορισμένος, -η, -ο
έχουν διοριστεί
είναι διορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διορίσει
είχα διορισμένο
είχαμε διορίσει
είχαμε διορισμένο
είχα διοριστεί
ήμουν διορισμένος, -η
είχαμε διοριστεί
ήμαστε διορισμένοι, -ες
είχες διορίσει
είχες διορισμένο
είχατε διορίσει
είχατε διορισμένο
είχες διοριστεί
ήσουν διορισμένος, -η
είχατε διοριστεί
ήσαστε διορισμένοι, -ες
είχε διορίσει
είχε διορισμένο
είχαν διορίσει
είχαν διορισμένο
είχε διοριστεί
ήταν διορισμένος, -η, -ο
είχαν διοριστεί
ήταν διορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διορίζωθα διορίζουμε, θα διορίζομεθα διορίζομαιθα διοριζόμαστε
θα διορίζειςθα διορίζετεθα διορίζεσαιθα διορίζεστε, θα διοριζόσαστε
θα διορίζειθα διορίζουν(ε)θα διορίζεταιθα διορίζονται
Fut
ur
θα διορίσωθα διορίσουμε, θα διορίζομεθα διοριστώθα διοριστούμε
θα διορίσειςθα διορίσετεθα διοριστείςθα διοριστείτε
θα διορίσειθα διορίσουν(ε)θα διοριστείθα διοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διορίσει
θα έχω διορισμένο
θα έχουμε διορίσει
θα έχουμε διορισμένο
θα έχω διοριστεί
θα είμαι διορισμένος, -η
θα έχουμε διοριστεί
θα είμαστε διορισμένοι, -ες
θα έχεις διορίσει
θα έχεις διορισμένο
θα έχετε διορίσει
θα έχετε διορισμένο
θα έχεις διοριστεί
θα είσαι διορισμένος, -η
θα έχετε διοριστεί
θα είστε διορισμένοι, -ες
θα έχει διορίσει
θα έχει διορισμένο
θα έχουν διορίσει
θα έχουν διορισμένο
θα έχει διοριστεί
θα είναι διορισμένος, -η, -ο
θα έχουν διοριστεί
θα είναι διορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διορίζωνα διορίζουμε, να διορίζομενα διορίζομαινα διοριζόμαστε
να διορίζειςνα διορίζετενα διορίζεσαινα διορίζεστε, να διοριζόσαστε
να διορίζεινα διορίζουν(ε)να διορίζεταινα διορίζονται
Aoristνα διορίσωνα διορίσουμε, να διορίσομενα διοριστώνα διοριστούμε
να διορίσειςνα διορίσετενα διοριστείςνα διοριστείτε
να διορίσεινα διορίσουν(ε)να διοριστείνα διοριστούν(ε)
Perfνα έχω διορίσει
να έχω διορισμένο
να έχουμε διορίσει
να έχουμε διορισμένο
να έχω διοριστεί
να είμαι διορισμένος, -η
να έχουμε διοριστεί
να είμαστε διορισμένοι, -ες
να έχεις διορίσει
να έχεις διορισμένο
να έχετε διορίσει
να έχετε διορισμένο
να έχεις διοριστεί
να είσαι διορισμένος, -η
να έχετε διοριστεί
να είστε διορισμένοι, -ες
να έχει διορίσει
να έχει διορισμένο
να έχουν διορίσει
να έχουν διορισμένο
να έχει διοριστεί
να είναι διορισμένος, -η, -ο
να έχουν διοριστεί
να είναι διορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιόριζεδιορίζετεδιορίζεστε
Aoristδιόρισεδιορίστεδιορίσουδιοριστείτε
Part
izip
Presδιορίζονταςδιοριζόμενος
Perfέχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένοδιορισμένος, -η, -οδιορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιορίσειδιοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback