Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich sagte, Sie sollen sich anstellen. | -Εγώ τους είπα να πάνε πίσω. -Ναι; Übersetzung nicht bestätigt |
Keine Zeitung der Welt würde mich noch als Büroboten anstellen, oder? | Καμία εφημερίδα στον κόσμο... δεν θα μ' έπαιρνε, ούτε καν για τα θελήματα. Übersetzung nicht bestätigt |
Was glaubst du werden die mit uns anstellen? | Τι λες να μας κάνουν; Übersetzung nicht bestätigt |
Wie sollen wir das denn anstellen? | Πώς λέτε να το κάνουμε; Übersetzung nicht bestätigt |
Phil wollte was anstellen, was zu raffiniert für ihn war, ich kam her, um ihm zu helfen. | Ο Φιλ πήγαινε να κάνει μια κομπίνα πολύ μεγάλη για το μπόι του... και ήρθα να τον μεταπείσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
einschalten |
aktivieren |
anknipsen |
anschalten |
anstellen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stelle an | ||
du | stellst an | |||
er, sie, es | stellt an | |||
Präteritum | ich | stellte an | ||
Konjunktiv II | ich | stellte an | ||
Imperativ | Singular | stell an! stelle an! | ||
Plural | stellt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angestellt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anstellen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τοποθετώ | τοποθετούμε | τοποθετούμαι | τοποθετούμαστε |
τοποθετείς | τοποθετείτε | τοποθετείσαι | τοποθετείστε | ||
τοποθετεί | τοποθετούν(ε) | τοποθετείται | τοποθετούνται | ||
Imper fekt | τοποθετούσα | τοποθετούσαμε | τοποθετούμουν | τοποθετούμαστε | |
τοποθετούσες | τοποθετούσατε | ||||
τοποθετούσε | τοποθετούσαν(ε) | τοποθετούνταν, τοποθετείτο | τοποθετούνταν, τοποθετούντο | ||
Aorist | τοποθέτησα | τοποθετήσαμε | τοποθετήθηκα | τοποθετηθήκαμε | |
τοποθέτησες | τοποθετήσατε | τοποθετήθηκες | τοποθετηθήκατε | ||
τοποθέτησε | τοποθέτησαν, τοποθετήσαν(ε) | τοποθετήθηκε | τοποθετήθηκαν, τοποθετηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα τοποθετώ | θα τοποθετούμε | θα τοποθετούμαι | θα τοποθετούμαστε | |
θα τοποθετείς | θα τοποθετείτε | θα τοποθετείσαι | θα τοποθετείστε | ||
θα τοποθετεί | θα τοποθετούν(ε) | θα τοποθετείται | θα τοποθετούνται | ||
Fut ur | θα τοποθετήσω | θα τοποθετήσουμε | θα τοποθετηθώ | θα τοποθετηθούμε | |
θα τοποθετήσεις | θα τοποθετήσετε | θα τοποθετηθείς | θα τοποθετηθείτε | ||
θα τοποθετήσει | θα τοποθετήσουν(ε) | θα τοποθετηθεί | θα τοποθετηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τοποθετώ | να τοποθετούμε | να τοποθετούμαι | να τοποθετούμαστε |
να τοποθετείς | να τοποθετείτε | να τοποθετείσαι | να τοποθετείστε | ||
να τοποθετεί | να τοποθετούν(ε) | να τοποθετείται | να τοποθετούνται | ||
Aorist | να τοποθετήσω | να τοποθετηθώ | να τοποθετηθούμε | ||
να τοποθετήσεις | να τοποθετήσετε | να τοποθετηθείς | να τοποθετηθείτε | ||
να τοποθετήσει | να τοποθετήσουν(ε) | να τοποθετηθεί | να τοποθετηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | τοποθετείτε | τοποθετείστε | ||
Aorist | τοποθέτησε | τοποθετήστε, τοποθετήσετε | τοποθετήσου | τοποθετηθείτε | |
Part izip | Pres | τοποθετώντας | |||
Perf | έχοντας τοποθετήσει, | τοποθετημένος, -η, -ο | τοποθετημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | τοποθετήσει | τοποθετηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διορίζω | διορίζουμε, διορίζομε | διορίζομαι | διοριζόμαστε |
διορίζεις | διορίζετε | διορίζεσαι | διορίζεστε, διοριζόσαστε | ||
διορίζει | διορίζουν(ε) | διορίζεται | διορίζονται | ||
Imper fekt | διόριζα | διορίζαμε | διοριζόμουν(α) | διοριζόμαστε, διοριζόμασταν | |
διόριζες | διορίζατε | διοριζόσουν(α) | διοριζόσαστε, διοριζόσασταν | ||
διόριζε | διόριζαν, διορίζαν(ε) | διοριζόταν(ε) | διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν | ||
Aorist | διόρισα | διορίσαμε | διορίστηκα | διοριστήκαμε | |
διόρισες | διορίσατε | διορίστηκες | διοριστήκατε | ||
διόρισε | διόρισαν, διορίσαν(ε) | διορίστηκε | διορίστηκαν, διοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διορίσει έχω διορισμένο | έχουμε διορίσει έχουμε διορισμένο | έχω διοριστεί είμαι διορισμένος, -η | έχουμε διοριστεί είμαστε διορισμένοι, -ες | |
έχεις διορίσει έχεις διορισμένο | έχετε διορίσει έχετε διορισμένο | έχεις διοριστεί είσαι διορισμένος, -η | έχετε διοριστεί είστε διορισμένοι, -ες | ||
έχει διορίσει έχει διορισμένο | έχουν διορίσει έχουν διορισμένο | έχει διοριστεί είναι διορισμένος, -η, -ο | έχουν διοριστεί είναι διορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διορίσει είχα διορισμένο | είχαμε διορίσει είχαμε διορισμένο | είχα διοριστεί ήμουν διορισμένος, -η | είχαμε διοριστεί ήμαστε διορισμένοι, -ες | |
είχες διορίσει είχες διορισμένο | είχατε διορίσει είχατε διορισμένο | είχες διοριστεί ήσουν διορισμένος, -η | είχατε διοριστεί ήσαστε διορισμένοι, -ες | ||
είχε διορίσει είχε διορισμένο | είχαν διορίσει είχαν διορισμένο | είχε διοριστεί ήταν διορισμένος, -η, -ο | είχαν διοριστεί ήταν διορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διορίζω | θα διορίζουμε, | θα διορίζομαι | θα διοριζόμαστε | |
θα διορίζεις | θα διορίζετε | θα διορίζεσαι | θα διορίζεστε, | ||
θα διορίζει | θα διορίζουν(ε) | θα διορίζεται | θα διορίζονται | ||
Fut ur | θα διορίσω | θα διορίσουμε, | θα διοριστώ | θα διοριστούμε | |
θα διορίσεις | θα διορίσετε | θα διοριστείς | θα διοριστείτε | ||
θα διορίσει | θα διορίσουν(ε) | θα διοριστεί | θα διοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διορίζω | να διορίζουμε, | να διορίζομαι | να διοριζόμαστε |
να διορίζεις | να διορίζετε | να διορίζεσαι | να διορίζεστε, | ||
να διορίζει | να διορίζουν(ε) | να διορίζεται | να διορίζονται | ||
Aorist | να διορίσω | να διορίσουμε, | να διοριστώ | να διοριστούμε | |
να διορίσεις | να διορίσετε | να διοριστείς | να διοριστείτε | ||
να διορίσει | να διορίσουν(ε) | να διοριστεί | να διοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διορίσει | να έχουμε διορίσει | να έχω διοριστεί | να έχουμε διοριστεί | |
να έχεις διορίσει | να έχετε διορίσει | να έχεις διοριστεί | να έχετε διοριστεί | ||
να έχει διορίσει | να έχουν διορίσει | να έχει διοριστεί | να έχουν διοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | διόριζε | διορίζετε | διορίζεστε | |
Aorist | διόρισε | διορίστε | διορίσου | διοριστείτε | |
Part izip | Pres | διορίζοντας | διοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένο | διορισμένος, -η, -ο | διορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διορίσει | διοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.