εξουσιοδοτώ Verb  [eksusiodoto, eksusiothoto, eksoysiodotw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εξουσιοδοτώ

εξουσιοδοτώ εξουσία + -ο- + -δοτώ ((Lehnübersetzung) französisch autoriser)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu εξουσιοδοτώ

εξουσιοδοτώ [eksusioδotó] -ούμαι : (και νομ.) α. παραχωρώ σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. αντί για μένα και ιδίως του αναθέτω να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό μου: εξουσιοδοτώ κπ. να κάνει / να πει / να ανακοινώσει κτ. Εξουσιοδοτούμαι από κπ., με εξουσιοδοτεί. Είναι εξουσιοδοτημένος από τον πρωθυπουργό να ανακοινώσει τις κυβερνητικές αποφάσεις. Εξουσιοδοτημένο κατάστημα. εξουσιοδοτώ εν λευκώ κπ. || (για γραπτή εξουσιοδότηση): εξουσιοδοτώ νομίμως κπ., του δίνω νόμιμη εξουσιοδότηση. H πληρωμή της ταχυδρομικής επιταγής γίνεται είτε στο δικαιούχο είτε σε άλλο πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο. β. (νομ.) στο δημόσιο δίκαιο, μεταβιβάζω ορισμένη αρμοδιότητα σε άλλο όργανο.

[λόγ. εξουσί(α) -ο- + -δοτώ απόδ. γαλλ. autoriser (autorité = εξουσία)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback