εξουσία altgriechisch ἐξουσία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αντίθετα, η Ύπατη Μεταβατική Αρχή που κατέχει την εξουσία ανέλαβε την υποχρέωση μονομερούς μεταβατικής διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει το διορισμό πρωθυπουργού και κυβέρνησης και τη διοργάνωση εκλογών έως το 2010, πράγμα που υπονομεύει πλήρως το πνεύμα και το γράμμα των συμφωνιών του Μαπούτο και του χάρτη της Αντίς Αμπέμπα. | Die derzeit an der Macht befindliche Hohe Übergangsbehörde hat sich jedoch für einen unilateralen Übergangsprozess entschieden, der u. a. die Ernennung eines Premierministers und einer Regierung sowie die Abhaltung von Wahlen im Jahr 2010 einschließt und damit Geist und Inhalt der Übereinkünfte von Maputo und der Charta von Addis Abeba zuwiderläuft. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, η ΕΕ λαμβάνει υπόψη τη δέσμευση των μελών του ανώτατου συμβουλίου για την αποκατάσταση της δημοκρατίας (ΑΣΑΔ) και της πολιτικής κυβέρνησης που σχηματίστηκε τον Φεβρουάριο του 2010 για να διαχειριστεί τη μετάβαση, να μην υποβάλουν υποψηφιότητα στις εκλογές και να παραδώσουν την εξουσία στους εκλεγέντες πολιτικούς στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται για τον Μάρτιο του 2011. | Ferner nimmt die EU die Zusage der Mitglieder des Obersten Rates zur Wiederherstellung der Demokratie (CSRD) und der im vergangenen Februar eingesetzten zivilen Übergangsregierung zur Kenntnis, bei den Wahlen nicht anzutreten und die Macht nach der Übergangszeit, die im März 2011 beendet sein soll, den gewählten zivilen Volksvertretern zu übertragen. Übersetzung bestätigt |
Η πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης και της ανταλλαγής ή της μεταβίβασης εξουσίας επί των προσώπων αυτών, με την απειλή της χρήσης ή τη χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη, παραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή με πληρωμή ή αποδοχή χρημάτων ή άλλων απολαβών για την εξασφάλιση της συναίνεσης προσώπου κατέχοντος εξουσία επί ενός άλλου, με σκοπό εκμετάλλευσης. | Die Anwerbung, Beförderung, Verbringung, Beherbergung oder Aufnahme von Personen, einschließlich der Übergabe oder Übernahme der Kontrolle über diese Personen, durch die Androhung oder Anwendung von Gewalt oder anderer Formen der Nötigung, durch Entführung, Betrug, Täuschung, Missbrauch von Macht oder Ausnutzung besonderer Schutzbedürftigkeit oder durch Gewährung oder Entgegennahme von Zahlungen oder Vorteilen zur Erlangung des Einverständnisses einer Person, die die Kontrolle über eine andere Person hat, zum Zwecke der Ausbeutung. Übersetzung bestätigt |
Κατά την εξορία του, προσχώρησε στον “Διεθνή Συνασπισμό για την Απελευθέρωση της Ακτής Ελεφαντοστού” (CILCI), η οποία αγωνίζεται με ένοπλη αντίσταση για την επιστροφή του Gbagbo στην εξουσία. | In seinem Exil hat er sich der ‚Coalition Internationale pour la Libération de la Côte d’Ivoire (CILCI)‘ angeschlossen, die bewaffneten Widerstand befürwortet, um die Rückkehr Gbagbos an die Macht zu ermöglichen. Übersetzung bestätigt |
Καλεί σε αντίσταση, εκτιμώντας ότι ο Gbagbo θα επανέλθει στην εξουσία. | Ruft zum Widerstand auf und rechnet damit, dass Gbagbo wieder an die Macht kommen wird. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Deutsche Synonyme |
---|
Gewalt |
Macht |
Power |
Meisterschaft |
Herrschaft |
Obrigkeit |
Staatsgewalt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Herrschaft | die Herrschaften |
Genitiv | der Herrschaft | der Herrschaften |
Dativ | der Herrschaft | den Herrschaften |
Akkusativ | die Herrschaft | die Herrschaften |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Obrigkeit | die Obrigkeiten |
Genitiv | der Obrigkeit | der Obrigkeiten |
Dativ | der Obrigkeit | den Obrigkeiten |
Akkusativ | die Obrigkeit | die Obrigkeiten |
εξουσία η [eksusía] : 1α.η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κπ. άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο: Tου αρέσει να έχει / να ασκεί εξουσία. Έχω την εξουσία / είναι στην εξουσία μου να , έχω τη δυνατότητα, είναι στη δικαιοδοσία μου να β. το δικαίωμα ή η δύναμη που έχει κάποιος να επιβάλλει την υπακοή των άλλων και που μπορεί να βασίζεται σε έθιμα, συνήθειες, κανόνες, νόμους κτλ.: H εξουσία του φυλάρχου / του πατριάρχη / του βασιλιά. H εξουσία του πατέρα στα πλαίσια της οικογένειας ή πατρική εξουσία. Kοσμική / εκκλησιαστική εξουσία. Yπέρτατη εξουσία. Έχω στην εξουσία μου κπ. / κτ. Ο ιεραρχικά ανώτερος ασκεί εξουσία στον κατώτερο. || (βρίσκομαι) κάτω από / υπό την εξουσία κάποιου, για εξάρτηση, κυριαρχία: Οι χώρες της Aφρικής ήταν αποικίες υπό την εξουσία ευρωπαϊκών κρατών. || δικαίωμα ή δυνατότητα: Ποιος σου έδωσε την εξουσία να μιλάς έτσι / να διατάζεις τους άλλους; [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.